Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Αργύρης Παυλίδης: «Η μεταγλώττιση με έχει κάνει χρήσιμο άνθρωπο σε αυτή την κοινωνία»


Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως «η φωνή των παιδικών μας χρόνων». Ο Αργύρης Παυλίδης είναι ηθοποιός και ένας από τους παλαιότερους Έλληνες μεταγλωττιστές, με την πορεία του στην μεταγλώττιση και στην Υποκριτική να ξεκινάει τη δεκαετία του '70. Ο ίδιος αναφέρει ότι τα «κινούμενα σχέδια» των δικών του παιδικών χρόνων είναι τα κόμιξ, στα οποία έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Λατρεύει την τέχνη, αλλά η μεγάλη του αγάπη είναι τα ταξίδια. Κάθισε στον «καναπέ» μας και μίλησε για τα κινούμενα σχέδια, τα κόμιξ που λατρεύει από μικρός, το θέατρο και τη μεταγλώττιση σε μια συνέντευξη εφ' όλης της ύλης.


Πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός; Τι ήταν αυτό που σας έκανε να το θέλετε;


Εγώ αρχικά στη ζωή μου ήθελα να γίνω καπετάνιος. Τα ταξίδια είναι αυτό που αγαπώ ιδιαίτερα, και κυρίως την θάλασσα. Μετά ήθελα να γίνω βατσιμάνης. Αυτός που κάθεται στα παροπλισμένα πλοία, μόνος του στα καρνάγια και τα φυλάει. Είναι μόνος του δηλαδή, και βλέπει την κοινωνία από τη θάλασσα. Η θέα της ζωής των ανθρώπων από τη θάλασσα πάντοτε με γοήτευε και με γοητεύει. Αν απ' τη στεριά με δένει μόνο ένα σχοινί, αυτό το σχοινί το αγαπώ πολύ. Γιατί μπορώ να το λύσω ή να το κόψω. Αυτό δεν μπόρεσε να γίνει. Εγώ έχω μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη. Από πολύ μικρός ήρθα σε επαφή με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Είδα την παράσταση «Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ», για παράδειγμα, γύρω στο '70. Ήταν μαγικό! Μαγεύομαι από όλο αυτό που βλέπω και θέλω να είμαι κι εγώ μέρος αυτού. Έτσι, κινώ τις διαδικασίες πολύ γρήγορα, γιατί είμαι ανυπόμονος άνθρωπος. Την επόμενη χρονιά, μπαίνω στη Δραματική Σχολή πηγαίνοντας ταυτόχρονα και στο Λύκειο. Μπαίνω στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης και στο ΚΘΒΕ. Εκεί, λόγω ηλικίας, παίζω όλους τους πιτσιρικάδες στο παγκόσμιο ρεπερτόριο. Αυτό γίνεται γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '70. Οπότε, εκεί τα ζάρια πλέον έχουν πέσει. Ό,τι και να έρθει, έχουν αρχίσει να κυλάνε. Έχω μπει μέσα σε αυτόν τον κόσμο του θεάτρου, που είναι μαγικός. Το ΚΘΒΕ που έζησα στην εφηβεία μου, ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο. Ξαφνικά ένας 17άρης ήρθε σε επαφή με κλασσικά κείμενα, με σπουδαίους σκηνοθέτες, π.χ. με τον Σπύρο Ευαγγελάτο. Κάτι «μυθικά» πρόσωπα. Και έτσι, κύλισε η ζωή μου μέσα σε όλο αυτό το παιχνίδι, αυτό το σκληρό παιχνίδι του θεάτρου 50 χρόνια τώρα.

 


Έχετε χαράξει μια μακρά πορεία στη μεταγλώττιση. Πώς ήρθε η μεταγλώττιση στη ζωή σας; Έχει κάτι ξεχωριστό για εσάς;


Η μεταγλώττιση έρχεται στη ζωή μου μέσα από το θέατρο. Παίζω τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» στο Θέατρο Σινεάκ εδώ στην Αθήνα, σε ένα παιδικό θέατρο που έχει κάνει ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Νόνικα Γαληνέα. Εκεί, έρχεται ο Σπύρος ο Μηλιώνης, ένας από τους πρώτους σκηνοθέτες μεταγλώττισης και δεν είναι πια στη ζωή. Πάντα θα τον αγαπώ και θα τον ευχαριστώ. Βλέπει την παράσταση και με ειδοποιεί να πάω σε ένα υπόγειο στούντιο, στο Στούντιο Κρος στην Ιπποκράτους. Κατεβαίνω κάτω και εκεί κάνουν την «Οικογένεια Γουόλτονς». Γράφει ο Βασίλης ο Καΐλας. Εκεί ξαναβλέπω τον Βασίλη Καΐλα, γιατί τον έχω συναντήσει σε κάτι αλάνες στην Πλάκα, που παίζαμε ποδόσφαιρο όταν ήμασταν πιτσιρικάδες. Είναι πλακιώτης αυτός, πλακιώτης είμαι κι εγώ εδώ και πολλά χρόνια. Στην «Οικογένεια Γουόλτονς», μού ζητούν να κάνω τον Μπεν, τον μικρό αδερφό. Είναι ένας ρόλος που πουλάει εκείνη τη στιγμή αυτοκίνητα σε μια μάντρα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Κάνω τη σκηνή και μου λέει ο σκηνοθέτης «Μπράβο! Σε μάντρα δούλευες;». Μου άρεσε πολύ η δουλειά και έμεινα. Αυτό που σας λέω έγινε γύρω στο '76. Από τότε μένω στη μεταγλώττιση. Να σας πω τι σημαντικό έχει κάνει η μεταγλώττιση σ' εμένα... Μ' έχει κάνει χρήσιμο άνθρωπο σε αυτή την κοινωνία. Έρχονται ή μου γράφουν πολλοί άνθρωποι, ή που με συναντούν στον δρόμο, και αυτό είναι κάτι που με τιμάει ιδιαίτερα, και μου λένε «Μεγάλε, εγώ μεγάλωσα με τη φωνή σου και μεγάλωσα καλά». Αυτό για μένα είναι η ύψιστη τιμή, γιατί σημαίνει ότι σε κάτι έχω χρησιμεύσει αυτόν τον καιρό που έζησα. Ήμουν σε κάτι χρήσιμος. Όσο μεγαλώνω, κύριε Χόρτη, γοητεύομαι περισσότερο από το να είναι ένας άνθρωπος χρήσιμος, από το να είναι οτιδήποτε άλλο. Είμαι από μια γενιά που μεγάλωσε με τις ιδέες της δεκαετίας του '60, την οποία κύκλωνε και η ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου. Ως εκ τούτου, ήθελα να ζήσω και μια ζωή μποέμ και τέτοια, γιατί δούλευα πολύ και στο θέατρο, έκανα και την εκπομπή «Κόκκινοι Γίγαντες, Άσπροι Νάνοι», άρα είχα δυνατότητες να έχω μια αυτονομία. Πέρασα κάμποσα χρόνια από τη σκέψη της μποέμ ζωής κ.λπ. Εντάξει, ο άνθρωπος περνάει από διάφορες καταστάσεις όταν η ζωή τού δώσει χρόνια. Εμένα η ζωή μού 'χει δώσε χρόνια, που δεν το περίμενα κιόλας. Οπότε, έτρεχα να προλάβω. Όμως, μεγαλώνοντας πιστεύω ότι είναι πολύ σπουδαίο να είσαι χρήσιμος. Χρήσιμος στους ανθρώπους. Και στους ανθρώπους γύρω σου, γιατί αυτό θα φέρει μια αγάπη στο περιβάλλον. Και η αγάπη δεν είναι μια θεωρητική λέξη, αυτή τη στιγμή σκονισμένη. Είναι μια συγκεκριμένη λέξη. Οι άνθρωποι γύρω σου θα είναι λίγο πιο ελαφριοί και ούτε εσύ θα τους βαραίνεις. Φροντίζεις να είσαι χρήσιμος σε αυτούς. Αυτό μου έκανε εμένα η μεταγλώττιση. Μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι χρήσιμος. Γι' αυτό την αγαπώ πολύ. Στην πραγματικότητα, στην ζωή μου αγαπώ το θέατρο, τη θάλασσα και μετά τη μεταγλώττιση. Αλλά, το σημαντικό είναι το τρίτο.

Ο Αργύρης Παυλίδης με τον ηθοποιό και μεταγλωττιστή Βασίλη Καΐλα

«Τα κόμιξ ήταν σημαντικά για μένα. Έδωσαν χρώμα στα παιδικά μου χρόνια»

Θέλετε να μας πείτε μερικά πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια; Ποια ήταν τα «καρτούν» της εποχής σας; Αν δεν κάνω λάθος, σε παλαιότερη συνέντευξη σας έχετε εκφράσει μια ιδιαίτερη αγάπη για τα κόμιξ.


Σωστά. Όταν εγώ μεγάλωνα δεν υπήρχαν κινούμενα σχέδια και τηλεοράσεις. Νομίζω, έρχεται τηλεόραση στο σπίτι μας όταν είμαι 13ων χρονών. Οι γονείς μου ήταν μετανάστες στη Σουηδία. Εμείς μέναμε με τη γιαγιά σε ένα υπέροχο χωριό, στην Συκιά της Χαλκιδικής. Η κοινωνία είναι αλλιώς εκεί, μας αγαπάνε όλοι. Όλοι αγαπούν όλα τα παιδιά του χωριού. Έχω περάσει πάρα πολύ ωραία στη Συκιά. Δεν υπήρχαν τα κινούμενα σχέδια, αλλά υπήρχαν τα κόμιξ. Διαβάζω με μανία. Με μανία, όμως! Υπάρχουν τα Μίκυ Μάους, που είναι ο Ντόναλτ Ντακ, ο Μίκυ κ.λπ. Εγώ αγαπάω πολύ τον Ντόναλτ Ντακ. Αυτός είναι ο ήρωας που αγαπάω. Ο άλλος ήρωας που αγαπάω είναι ο Μπαγκς Μπάνυ. Εξαιρετικά αγαπημένος μου ήρωας! Είναι πολύ περίεργα πώς δένουνε στις ζωές μας τα πράγματα. Ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά σε μια οθόνη και η φωνή μου μπαίνει σε αυτό σώμα. Στις γάτες, στα ποντίκια, στα λιοντάρια, στις αρκούδες... Τρελαίνομαι να κάνω τα ζώα! Μου αρέσει πολύ να κάνω τα σκυλιά. Πριν λίγο είχα τον σκύλο μου πίσω μου που την είχε αράξει, αλλά έφυγε. -Εννοείτε την «Κύρκη», αν θυμάμαι σωστά;
Όχι, η αγαπημένη μου Κύρκη δεν είναι πλέον μαζί μας. Ήταν 16 και μισό και έφυγε στην αγκαλιά μου πολύ γλυκά και πολύ ήρεμα. Έχω τώρα ένα άλλο σκυλάκι που το μάζεψα από τον δρόμο όταν ήταν πιτσιρίκι. Βεβαίως, η απώλεια είναι απώλεια. Αλλά η απώλεια έχει κι αυτή το διάνυσμα της. Αλλιώς κοστίζει μια απώλεια ενός νέου πλάσματος, που έχει πορεία στη ζωή να αφήσει απογόνους κ.λπ., και άλλη είναι η απώλεια ενός πλάσματος που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Και για να ξαναγυρίσουμε στα καρτούν. Τα καρτούν για μένα, ή «Μίκυ Μάους», όπως τα λέγαμε, είναι σαν ταινίες. Τα αντιμετωπίζω σαν ταινίες. Το ένα καρεδάκι μετά το άλλο, όπως είναι, τα αντιμετωπίζω σαν ταινίες. Εννοείται, μετά αρχίζω μεγαλώνω, εργάζομαι, έχω χρήματα, και παίρνω τα Αστερίξ και όλα αυτά. Δηλαδή, είμαι άνθρωπος των κόμιξ. Η τελευταία μου δουλειά στο θέατρο είναι το «Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη» του Ηλία Πετρόπουλου. Το ανέβασα πέρυσι και κατέβηκε με την καραντίνα η παράσταση. Το ανέβασα στο Θέατρο «Μεταξουργείο» και η παράσταση έχει 220 ζωγραφιές-σκίτσα της Δήμητρας Σπυρίδωνος, της εικονογράφου και σκηνογράφου που κάνουμε μαζί την παράσταση. Είναι στην πραγματικότητα ένα κόμικ επάνω στη σκηνή. Αυτό είχα στο μυαλό μου να κάνω. Έλεγα, αφού αγαπάω τόσο πολύ τα κόμιξ, ας φτιάξω κι ένα επάνω στη σκηνή. Το έκανα πέρυσι. Ήταν σημαντικά για μένα. Έδωσαν χρώμα στη ζωή μου, σ' εκείνα τα παιδικά χρόνια. Τα οποία, όπως σας είπα, ήταν μοιρασμένα στην Συκιά της Χαλκιδικής και στην Πλατεία Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη. Με ακούτε να λέω διάφορες περιοχές που μεγάλωσα, Πλάκα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.λπ., γιατί η δική μου ζωή ήταν λίγο σαν πλανόδιο τσίρκο, που λέει και ο Αλκαίος. Το τσίρκο μπορεί να ήταν πλανόδιο, αλλά έχει μια εσωτερική σκληρή οργάνωση και πειθαρχία για να αντέξει στην πλάνη.

Ο Αργύρης Παυλίδης μαζί με τον συνάδελφο του Χάρη Γρηγορόπουλο. Φωτογραφία από το στούντιο «Sierra Post» την εποχή που ηχογραφούσαν την μεταγλώττιση των «Πόκεμον».

Ως ηθοποιός, ποιο πράγμα ήταν αυτό που δυσκολευτήκατε να εκφράσετε περισσότερο στην καριέρα σας; Στην μεταγλώττιση ή γενικότερα.


Ως ηθοποιός, αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο από όλα είναι αν έπρεπε καμιά φορά να κάνω τον ερωτευμένο τον ζηλιάρη, κάτι τέτοιο ας πούμε. Και ευτυχώς το έχω αντιμετωπίσει πολύ λίγο γιατί δεν ήταν το παρουσιαστικό μου για τέτοια πράγματα! Το να κάνω δηλαδή καμιά σκηνή αγάπης κ.λπ. Όσες φορές το έχω κάνει, που δεν ήταν και πολλές, δεν ήμουν καλός. Αυτό με δυσκόλευε λίγο. Στις μεταγλωττίσεις, όμως, δεν με δυσκολεύει. Εκεί, έχει μια «ασφάλεια» γιατί είναι μόνο η φωνή σου εκεί και το σώμα και η ζωή κάποιου άλλου. Είσαι σε μια διαφορετική διατεταγμένη υπηρεσία. Οφείλεις να υποστηρίξεις το πλάσμα που έχει τη φωνή σου. Ό,τι κάνεις, είτε στο θέατρο, είτε στην τηλεόραση, είτε στις μεταγλωττίσεις, πρέπει να υποστηρίξεις το πλάσμα που ερμηνεύεις και μοιράζεσαι τη ζωή σου μαζί του. Να του βρεις και να του αποδώσεις το δίκιο του. Οι άλλοι μπορεί να το θεωρούν όχι καλό, ή οτιδήποτε. Εσύ πρέπει να του δώσεις το δικό του δίκιο.

Ο Αργύρης Παυλίδης μαζί με συναδέλφους του μεταγλωττιστές

Η μεταγλώττιση στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, δεν εφαρμόζεται συχνά. Ποια είναι η γνώμη σας γι' αυτό;


Κύριε Χόρτη, δεν ξέρω. Εγώ νομίζω ότι υπάρχουν πάρα πολλές μεταγλωττισμένες σειρές. Υπάρχουν διάφορες απόψεις, μια εκ των οποίων σέβομαι. Σύμφωνα με την οποία, αν έχουμε μια ζώνη που μεταγλωττίζουμε και τις κλασσικές ταινίες, τότε υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα ένα μέρος του ελληνόφωνου κοινού να αρχίσει να έχει μια επαφή με τον σινεφίλ κινηματογράφο. Ένα άλλο μέρος λέει «Αφήστε μας ήσυχους, ρε παιδιά. Θέλουμε να ακούμε τις φωνές των ηθοποιών για να καταλαβαίνουμε την ερμηνεία». Έχω δει πολύ λίγη τηλεόραση έξω, γιατί έχω ταξιδέψει πολύ λίγο έξω. Απ' ό,τι μου λένε και οι συνάδελφοι μου, στην Γαλλία, στην Γερμανία, στην Ιταλία τα περισσότερα προγράμματα είναι μεταγλωττισμένα. Οι ταινίες κ.λπ. Ξέρω ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι ηθοποιοί συγκεκριμένους αντίστοιχα ξένους ηθοποιούς. Υπάρχει ένας ηθοποιός που ερμηνεύει έναν συγκεκριμένο ξένο ηθοποιό σε όλες τις ταινίες. Αυτό που με κάνει να είμαι πολύ χαρούμενος είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των μεταγλωττισμένων προγραμμάτων που γίνονται στην Ελλάδα, είναι πάρα πολύ καλά μεταγλωττισμένα. Χθες είχαμε μια εγγραφή. Είχαμε ένα θέμα και το παλεύαμε. Μπαίνει μέσα ένας συνάδελφος μου σκηνοθέτης μεταγλώττισης, μας κοιτάει και λέει: «Βρε καλοί μου άνθρωποι, μεταγλώττιση κάνουμε, όχι εγχείριση ανοιχτής καρδιάς. Άντε, λύστε το να τελειώνουμε». Εμείς το αντιμετωπίζουμε έτσι. Χαίρομαι πολύ, γιατί ικανοί άνθρωποι, μορφωμένοι, καλλιεργημένοι, γνώστες της δουλειάς, γνώστες της υποκριτικής διαδικασίας, ασχολούνται με την δουλειά της μεταγλώττισης. Αυτό, κύριε Χόρτη και καλοί μας φίλοι, συμβαίνει τα τελευταία 15 χρόνια. Μπορεί και 20. Όταν ξεκίναγα εγώ τις μεταγλωττίσεις, το '75 ή '76, δεν μας είχαν και σε τόσο μεγάλη υπόληψη οι υπόλοιποι συνάδελφοι μας. Ήμασταν και νέοι. Θυμάμαι μια φορά, είχαμε ξενυχτίσει, και με πήγαιναν με ένα αυτοκίνητο γύρω στις δέκα το πρωί στο Στούντιο Κρος. Με κοιτούν οι δύο φίλοι που ήμασταν μαζί στο αυτοκίνητο και μου λένε: «Δηλαδή, εσύ τώρα πας πρωί-πρωί για να κάνεις την αρκούδα;». Όμως, έχει βρει η μεταγλώττιση, στην συνείδηση των ελληνόφωνων, μια θέση υψηλή. Αυτό το καταλαβαίνω τα τελευταία χρόνια κι εγώ, ιδέα δεν είχα γι' αυτό το πράγμα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα πόσο ισχυρό θα ήταν μέσα σε μια κοινωνία. Το καταλαβαίνω από την ανταπόκριση του κόσμου.

«Το να εργάζεσαι για παιδιά και να έχεις την αποδοχή τους είναι πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα.»

Σε μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού υπάρχει η αντίληψη ότι μόνο τηλεοπτικά προϊόντα που απευθύνονται σε παιδιά. Υποβαθμίζει αυτό με κάποιον τρόπο την μεταγλώττιση, πιστεύετε;


Είναι ένα πράγμα το οποίο το έμαθα και το είδα στην πράξη από την υπέροχη Κυρία του ελληνικού θεάτρου, την Ξένια Καλογεροπούλου. Είχα την μεγάλη τύχη να είμαι έξι ή επτά χρόνια στο παιδικό της θέατρο. Ένα παιδικό θέατρο που είχε βαθιά μελέτη, βαθιά πολιτική και κοινωνική θέση. Η κάθε παράσταση της κυρίας Καλογεροπούλου ήταν ένα καλλιτεχνικό γεγονός στην Αθήνα. Τα έργα της ήταν έργα για παιδιά, αλλά με πολιτική θέση. Σε κάποια από αυτά είχα παίξει. Από την κυρία Καλογεροπούλου έμαθα ότι το να εργάζεσαι για παιδιά και να έχεις την αποδοχή τους είναι πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα. Η μεταγλώττιση αναβαθμίζεται και πατάει στη συνείδηση του κόσμου, από τότε που είμαστε παιδιά. Ή θα μας έδιωχνε αν δεν ακουμπούσε στην ψυχή μας, αν δεν δημιουργούσαμε ήρωες, αν δεν ταξιδεύαμε μέσα από αυτήν... Όλες οι ταινίες που παράγονται περίπου τα τελευταία 15 χρόνια από τις μεγάλες εταιρίες, DreamWorks, Fox, Warner κ.λπ., δεν απευθύνονται σε παιδιά. Είναι πολύ μεγάλες παραγωγές, πάρα πολύ ακριβές και απευθύνονται σε όλον τον κόσμο, σε όλη την οικογένεια και στα... Box Office, δεν ξέρω πώς τα λένε αυτά! Αύριο ξεκινάω μεταγλώττιση για την νέα ταινία των Μίνιονς, τα Μίνιονς 2, όπου παίζω έναν πολύ ωραίο ρόλο. Ξεκινάμε εγγραφές αύριο και χαίρομαι γι' αυτό. Τις τρεις-τέσσερις πρώτες θέσεις, λοιπόν, έχουν ταινίες σαν αυτές που λέμε. Π.χ. ο «Απαισιότατος», το «Ice Age» κ.λπ., και μετά ακολουθούν οι πρώτες ταινίες σε εισπράξεις για μεγάλους, π.χ. ο «Τιτανικός», που τα είχε σπάσει όλα. Αυτός ήταν μετά σε εισπράξεις. Στις τέσσερις πρώτες θέσεις ήταν οι οικογενειακές ταινίες. Εγώ έχω μια εμπειρία από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, που συμμετείχα σε όλο αυτό το κύμα του μεταγλωττισμού που είχε φέρει το Alter. Μεταγλωττίζαμε τις βραζιλιάνικες και μεξικάνικες σειρές που είχαν πολύ μεγάλη θεαματικότητα. Να σας πω και την χρησιμότητα τους. Δένεται και με την προηγούμενη ερώτηση για το αν πρέπει να μεταγλωττίζονται ή όχι οι παραγωγές. Πάρα πολλοί άνθρωποι, μετανάστες τότε, μας έλεγαν ότι έμαθαν ελληνικά από εμάς. Από αυτές τις σειρές. Τις είχαν όλη τη μέρα στ' αυτιά τους και μάθαιναν ελληνικά. Είναι μια πληροφορία που μπορεί κάποιος να την διαχειριστεί, για την χρησιμότητα αυτής της δουλειάς. Κι εμείς μάθαμε αγγλικά πρώτα από τα τραγούδια για να τα παίζουμε σε κιθάρες και μετά πήγαμε στα φροντιστήρια. Και από τις καουμπόικες ταινίες που καταφέρναμε πιτσιρικάδες να μπούμε κρυφά στον κινηματογράφο και να τις δούμε, γιατί τότε θεωρούνταν «ακατάλληλες». Η δική μου γενιά έχει την ατυχία η εφηβεία της να συμπέσει με την επταετία της χούντας. Αυτό σημαίνει λίγες πληροφορίες, ελεγχόμενες και μια άλλη ζωή, που η δική σας η γενιά ούτε μπορεί να την διανοηθεί. Εμείς για παράδειγμα, αν φιλούσαμε την αγαπημένη μας στον δρόμο, μπορούσε να σταματήσει περιπολικό και να μας συλλάβει για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Πολύ τρελά πράγματα, δηλαδή. Αναφέρω μόνο μια εικόνα της καθημερινότητας, τα άλλα λίγο-πολύ τα ξέρετε.

Στιγμιότυπο της παράστασης «Η Στρατιωτική Ζωή Εν Ελλάδι» το 2018.

«Ταξίδια ονειρεύομαι, όχι ρόλους. Δεν ονειρεύτηκα ρόλους ποτέ»

Υπάρχει κάποιος ρόλος μεταγλώττισης που να θέλατε να αναλάβετε κάποτε και να μην το κάνατε ποτέ;


Καλέ μου κύριε Χόρτη, εγώ πριν κοιμηθώ, ταξίδια ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι ότι έχω ένα μικρό σκάφος και πηγαίνω, ξέρω 'γώ, στη Σέριφο. Με χτυπάν οι αέρηδες κ.λπ., και μετά πηγαίνω σε ένα λιμανάκι της Σερίφου και αράζω. Ε, και μετά κοιμάμαι στο λιμανάκι. Ξυπνάω μετά σπίτι μου βέβαια, αλλά εντάξει, το ταξίδι το 'χω κάνει! Δεν ονειρεύομαι ρόλους. Δεν ονειρεύτηκα ρόλους ποτέ. Έργα ονειρεύτηκα. Και όταν ήμουν σε έναν θίασο, δεν με ένοιαζε τι ρόλο θα παίξω, σε βαθμό παρεξηγήσεως, πολλές φορές. Μπορούσα να παίξω κι έναν μικρό ρόλο. Με ένοιαζε σε ποιο έργο θα ήμουν παρών. Και με ποιους συνεργάτες. Το να είσαι παρών σ' ένα έργο με σπουδαίους συνεργάτες, να είσαι στις πρόβες, να βλέπεις τις αναλύσεις και το πώς αντιδρούν σπουδαίοι ηθοποιοί στους ρόλους, βγαίνεις πολύ πλουσιότερος από το να παίξεις έναν ρόλο που αγαπάς σε ένα περιβάλλον που δεν είναι και τόσο ιδιαίτερο. Όχι, δεν ονειρεύτηκα ποτέ ρόλους. Αντίθετα, έπαιξα ρόλους που δεν θα τολμούσα ούτε να ονειρευτώ. Έπαιξα τον «Αλήτη», για παράδειγμα, στην «Λαίδη και ο Αλήτης», που είναι αγαπημένος μου ρόλος. Έπαιξα τον Σεβάχ τον Θαλασσινό, μιας και λέγαμε για τα ταξίδια. Έπαιξα τον Τεν Τεν, που τον διάβαζα όταν ήμουν μικρός και ξαφνικά τον ακούω να μιλάει με την φωνή μου. Έπαιξα τον Αστερίξ, που τόσες περιπέτειες έχω ζήσει μαζί του πιτσιρικάς και πήγα μαζί του παντού. Πήγα στο διάστημα με τόσες διαστημικές σειρές, π.χ. στην «Οδύσσεια του Διαστήματος». Ήμουν και νέος και όλα αυτά λειτουργούσαν επάνω μου σαν μια περιπέτεια. Δεν το αντιμετώπιζα ως «τι ωραία που παίζω» και «τι ωραίος που είμαι» κ.λπ. Το αντιμετώπιζα ως «Πω πω, τώρα θα πάμε στην Αγγλία του 19ου αιώνα!», για παράδειγμα. Είχαμε κάνει μια σειρά τότε στην ΕΡΤ, δεν θυμάμαι πώς την έλεγαν, και ζούσα σε μια βάρκα για πέντε ώρες που γράφαμε. Το αντιμετώπιζα σαν μια πραγματικότητα, όλο αυτό που μου συνέβαινε. Από τότε που ήμουν μικρός και από τότε που πρωτόπαιξα πιστεύω ότι οι θεατρίνοι ζούμε και φτιάχνουμε αυτό που προσπαθούν οι επιστήμονες να φτιάξουν μέσα στους αιώνες. Αυτή την χρονομηχανή. Που λένε, μια χρονομηχανή να μας ταξιδεύει στον χρόνο. Να σπάσουμε το φράγμα της ταχύτητας του φωτός και να μπούμε σε άλλες διαστάσεις του χρόνου, όπως έλεγε και ο Αϊνστάιν. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η δουλειά μας εμάς των θεατρίνων. Να μπαίνουμε σε έναν άλλον χρόνο και χώρο. Αυτό είναι που με μαγεύει εμένα. Το εάν θα μπω ως ζητιάνος σε αυτό ή ως αυτοκράτορας δεν με πολυνοιάζει.

Ο Αργύρης Παυλίδης μαζί με άλλους μεταγλωττιστές

Ο Αργύρης Παυλίδης μαζί με τον Φώτη Πετρίδη και έναν ακόμη συνάδελφο του

Κάνετε, λοιπόν, μεταγλωττίσεις από τη δεκαετία του '70. Ποια είναι τα μεγαλύτερα στάδια της μεταγλώττισης στη χώρα μας; Πώς τα ζήσατε εσείς;


Η μεταγλώττιση περνάει αρχικά μια εποχή γνωριμίας με το ελληνικό κοινό και ελαφριάς αμφισβήτησης της. Οι τότε δουλειές είναι απολύτως ποιοτικές, οι άνθρωποι είναι παθιασμένοι με αυτό που κάνουν και είναι και πολύ σοβαροί άνθρωποι, σε όλο το μήκος της παραγωγής. Ο κύριος Ρούσσος και ο κύριος Γεωργιάδης που γνώρισα εγώ στο Στούντιο Κρος, οι οποίοι με πάθος πρόσεχαν την δουλειά τους και τα κείμενα. Οι άνθρωποι που ήταν συγγραφείς, π.χ. ο Πέτρος Μακεδόνας, που ασχολούνταν με τα κείμενα, είναι γνωστός σκηνοθέτης και συγγραφέας. Ο Σπύρος ο Μηλιώνης, ο Γιώργος ο Πετρίδης κ.λπ., ο τελευταίος είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου. Ο Σπύρος Μηλιώνης το ίδιο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονται από έναν άλλον κόσμο. Ο κόσμος τους «κουβαλάει» βιβλία, γνώσεις, μουσική. Άρα, κουβαλάει αισθητική. Αυτή την αισθητική, λοιπόν, όσο και να σας φαίνεται παράξενο, την βάζουν στο «Σπίτι στο Λιβάδι», στην «Οικογένεια Γουόλτονς» και σε όλες τις σειρές με τις οποίες ασχολούνται. Γι' αυτό στήνεται η μεταγλώττιση! Γι' αυτό στήνεται στη συνείδηση του κόσμου. Εντάξει, μετά θα περάσει ένα πολύ μεγάλο κύμα με το Alter, και τώρα θα έρθει και θα ισορροπήσει ως ένα κομμάτι της «showbiz», ας το πω έτσι βλακωδώς. Έχει τη θέση της πια μέσα στη συνείδηση των ανθρώπων. Υπάρχουν πολλές πλατφόρμες, όπου ένα μεγάλο κομμάτι του προγράμματος είναι μεταγλωττισμένο.

Ο Αργύρης Παυλίδης μαζί με τους συναδέλφους του, Άντρια Ράπτη, Βασίλη Καΐλα, Ζωή Ρηγοπούλου και Μαρία Ζερβού.

Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας με τον οποίο να θεωρείτε ότι «ταυτίζεστε»; Κυρίως σαν άνθρωπος και σαν προσωπικότητα.


Εξαρτάται από το πόσων χρονών είμαι. Όταν ήμουν νέος, ο χαρακτήρας που μου πήγαινε πολύ ήταν ο σκύλος, αυτός ο «Αλήτης», που ήταν ελεύθερος κ.λπ. Ο άλλος χαρακτήρας που μου αρέσει και μου ταιριάζει είναι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός, που έκανα. Που είναι με τα πλοία, με την όμορφη κοπέλα και όλα αυτά. Όμως, όταν έκανα τον Όζι στο «Τρεχάτε Ποδαράκια μου», μια ταινία που σκηνοθέτησα εγώ, είχε μέσα έναν ρόλο ενός ανάπηρου σνάουτσερ. Ενός γέρικου σνάουτσερ που είναι στη φυλακή, τα πίσω του πόδια είναι σε ένα καροτσάκι και είναι ο βιβλιοθηκάριος της φυλακής. Γυρνάει στα κελιά και μοιράζει τα βιβλία στα φυλακισμένα σκυλιά. Είναι πολύ ωραίος ρόλος και τον κράτησα για μένα. Το έκανα επίτηδες. Ήταν ένας ρόλος που με γοήτευε. Μου άρεσε σαν εξέλιξη ενός ηθοποιού, που όταν είναι νέος παίζει τον «Αλήτη» και όταν μεγαλώνει παίζει αυτό το σνάουτσερ. Γι' αυτό είπα πριν ότι εξαρτάται από το πόσων χρόνων είμαι.


Η μεταγλώττιση σε τι πλεονεκτεί έναντι του υποτιτλισμού, κατά τη γνώμη σας;


Σε τίποτα δεν πλεονεκτεί, είναι μια μορφή να δούμε μια ταινία, ρε παιδί μου. Αν με ρωτήσεις τώρα εμένα αν θέλω να δω μια ταινία σαν αυτές που βλέπω, αν θέλω να την δω μεταγλωττισμένη, θα σου απαντήσω όχι. Θέλω να την δω με υπότιτλους. Έχω συνηθίσει από τότε που ήμουν μικρός, δεν με ενοχλεί καθόλου. Θέλω να ακούω τις φωνές των ηθοποιών, πώς παίζουν και να καταλαβαίνω καλύτερα τι γίνεται. Γνωρίζω ότι οι άνθρωποι που θα μεταγλωττίσουν την ταινία θα την μεταγλωττίσουν πάρα πολύ καλά. Θα ήταν σωστό να υπάρχει η δυνατότητα να την δει ένας άνθρωπος, αν θέλει, μεταγλωττισμένη. Υπάρχουν και συνάνθρωποι μας που δεν έχουν όρεξη δέκα στα δέκα και μπορεί το ηχητικό μέρος να τους γοητεύει περισσότερο. Αλλά, εμένα δεν μου αρέσουν τα μονοπώλια. «Τα κάνουμε όλα μεταγλωττισμένα», κ.λπ. Άει παράτα μας! Όχι όλα! Άμα θες να τα κάνεις όλα, κάν' τα όλα, αλλά κάνε μια πλατφόρμα να τα 'χεις μεταγλωττισμένα για να βλέπω κι εγώ τους υπότιτλους που θέλω. Δεν μπορούμε τα μονοπώλια, δηλαδή. Δεν μπορούμε να ζούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ο καθένας ζει με τον τρόπο που θέλει, βλέπει τις ταινίες που θέλει, όπως θέλει.


Συμμετείχατε στη σειρά «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» το 1975, αλλά και σε άλλες σειρές όπως «Μαρία Δημάδη» του 1987. Θέλετε να μας μεταφέρετε κάποιες εικόνες από την εποχή εκείνη;


Ο Βασίλης Γεωργιάδης, σκηνοθέτης του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στην Ελλάδα. Ήταν και υποψήφιος για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Αργότερα ήταν και γείτονας μου. Μέναμε και οι δύο στην Πλάκα, τα σπίτια μας ήταν κοντά και κάναμε και παρέα. Με πήγε στο γραφείο του Β. Γεωργιάδη ο σπουδαίος ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος, ένα βράδυ όταν φεύγαμε από τη Δραματική Σχολή. Ήμασταν συμμαθητές στη σχολή και ο Νίκος από τότε φαινόταν ότι ήταν ηθοποιάρα. Ο Νίκος έπαιζε ήδη στο σήριαλ. Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε από τη σχολή εκείνο το βράδυ, και μου λέει «Ρε συ, θέλουνε ένα εκεί να κάνει το μπραϊμάκι, να πούμε». «Το γιουσουφάκι ρε;», του λέω. «Όχι ρε το γιουσουφάκι, το μπραϊμάκι», μου λέει. Τον ήξερα κι εγώ τον Καζατζάκη, τον ξέραμε πολύ καλά. Και με παίρνει, λοιπόν, από το χέρι, στην κυριολεξία, και με πηγαίνει στο γραφείο του Βασίλη Γεωργιάδη. Έτσι, παίζω το μπραϊμάκι, που ήταν μεγάλη μου τύχη, να εργαστώ με αυτούς τους ηθοποιούς ξαφνικά στα είκοσι μου χρόνια. Βρέθηκα να παίζω με τον Γιάννη Αργύρη! Με τον Γιώργο Φούντα! Ήταν δίπλα μου, τον έβλεπα κι έλεγα «Παναγία μου! Ο Φούντας! Και είμαι δίπλα του! Τι έχω κάνει και το ζω αυτό!». Ξέρεις, ήταν πολύ περίεργο πράγμα, γιατί ήμουν και πιτσιρικάς. Εντάξει, είχα παίξει στο ΚΘΒΕ, είχα παίξει στον θίασο της Ξένιας Καλογεροπούλου κ.λπ. Δηλαδή, από τα 17 μου χρόνια ήμουν στο θέατρο. Τρία-τέσσερα χρόνια πριν ήμουν στο θέατρο. Αλλά, παρ' όλα αυτά, το να είμαι δίπλα σε ανθρώπους που έβλεπα στο σινεμά ήταν μεγάλη τύχη και την χρωστάω στον Νίκο Καλογερόπουλο. Αυτό που ζω στο σήριαλ είναι ανάλογο με αυτό που ζούσα και στο θέατρο. Εκείνη την εποχή ξεκινάω πρόβες για τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ», που λέγαμε. Στην δουλειά που κάνουμε εμείς, κύριε Χόρτη, αν δεν υπάρχει μεγάλη προσοχή, μεγάλη επιμονή, υψηλός πολιτισμός και ευγένεια, τα πράγματα δεν προχωράνε. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Βεβαίως, είμαστε Μεσογειακοί τύποι και επικοινωνούμε καμιά φορά με άλλον τρόπο. Δεν είμαστε Νορβηγοί. Εντάξει, φαντάζομαι, άμα ήμουν Νορβηγός θα συμπεριφερόμουν με άλλον τρόπο. Δεν κρίνω κανέναν άνθρωπο. Θέλω να πω, έχουμε μια ένταση με την οποία εκφράζουμε τα συναισθήματα μας. Την αίσθηση προστασίας και τρυφερότητας από τους μεγαλύτερους, που είχα εγώ τότε μπαίνοντας στο σήριαλ, και τα γεμάτα στήριξη βλέμματα τους, το ίδιο απολαμβάνω και στην δουλειά που βρίσκομαι εδώ και περίπου 50 χρόνια. Τον Νοέμβρη του '21 θα κλείσω 50 χρόνια. Δεν ξέρω αν τυχαίνει ή όχι. Δεν τυχαίνει πάντως, πετυχαίνει. Έτσι ήταν τα πράγματα, ήταν γλυκά. Έτσι τουλάχιστον τα αντιλαμβανόμουν εγώ. Με ηθοποιούς σπουδαίους και μιας ηλικίας, τους οποίους θαύμαζα. Έχω κάνει ένα σήριαλ με τον Σπύρο Κωνσταντόπουλο, την «Μαρία Δημάδη», όπως είπατε. Κάναμε κάτι γυρίσματα σ' ένα βουνό. Ήμασταν όλη τη μέρα. Έχω κάτι σκηνές με τον σπουδαίο Σπύρο Κωνσταντόπουλο. Φοράει μια καμπαρντίνα που του την έχει δώσει ο σκηνογράφος. Βρίσκεται για οκτώ ώρες κάτω από ένα ψιλόβροχο. Είναι όρθιος, με την καπαρντίνα του και ένα καπέλο. Άντε, πού και πού ο φροντιστής τού βάζει και μια ομπρέλα. Είμαι κι εγώ εκεί πέρα, αλλά εγώ είμαι 24-25 χρονών. Τον βλέπω και τον παρατηρώ με πόσο σεβασμό για την δουλειά του και αυταπάρνηση κάθεται κάτω από τη βροχή. Κουβαλάει πολλά χρόνια επάνω του και πολλούς ρόλους. Όμως, κάθεται εκεί και βρέχεται. Και λέω «Πω πω! Έτσι πρέπει να γίνω κι εγώ». «Κοίταξε τον τι κάνει! Δεν ξέρω πώς το κάνει, αλλά το κάνει», αυτή την αίσθηση είχα από την δουλειά.


Σκεφτόμουν να σας ρωτήσω για τα ταξίδια, αλλά ήδη μού έχετε πει πάρα πολλά. Με ποιον τρόπο σας μάγεψαν τα ταξίδια; Θέλατε να εξερευνήσετε περισσότερο τον κόσμο; Αυτό σας παρακινεί να ταξιδεύετε;


Το πρώτο πράγμα που με παρακινεί να κάνω το όποιο ταξίδι είναι μια βασική ανάγκη φυγής και μια ολοκληρωτική ανάγκη διαφυγής που ορίζει, ας πούμε, την ζωή μου. Υπάρχει ένα στιχάκι που λέει «Δέκα λογιών οι παλικαριές, οι εννιά να δραπετεύεις». Έχει και ουρά, λέει. «Και είναι οι αγάπες δυο λογιών, στη μια καλογερεύεις». Το παρακάτω δεν ήθελα να του δώσω και μεγάλη σημασία. Πρέπει να αισθάνομαι ότι έχω  πάντοτε διαφυγή από ό,τι ζω. Την δυνατότητα της διαφυγής. Μπορεί και να μην διαφύγω ποτέ, αλλά πρέπει να αισθάνομαι ότι την έχω. Όποτε πάει να γίνει ένας κύκλος πραγμάτων στη ζωή μου, θέλω ο κύκλος αυτός να έχει μια πορτούλα. Να έχει μια διέξοδο, ώστε από εκεί να έχω τη δυνατότητα να κάνω μια βόλτα. Είναι το σχοινάκι που σας έλεγα πριν. Που με έδενε με τη στεριά, που το αγαπούσα πολύ. Πριν από λίγα χρόνια είχα την δυνατότητα, είχα ένα μικρό σκάφος και ζούσα στη μέση ενός λιμανιού, για περίπου επτά χρόνια. Και σε διάφορα μικρά λιμάνια εδώ.
-Θέλετε δηλαδή με κάποιον τρόπο να νιώθετε ελεύθερος; -Είναι βαριά λέξη το «ελεύθερος». Να κρατήσουμε τη φράση «να έχω την διαφυγή», γιατί τις «φυλακές» μας τις χτίζουμε εμείς. Η διαφυγή που λέω, εννοώ πως ό,τι χτίζω και με περικλείει θα ήθελα να έχει μια ελαφριά, χάρτινη πόρτα να μπορώ να την σπρώξω, να την κλωτσήσω και να φύγω χωρίς πολλές απώλειες. Κύριε Χόρτη, δεν είναι εύκολο αυτό το πράγμα. Δεν είναι εύκολο να επιδιώκει κανείς μια ελαφριά και κομψή ζωή. Και να την επιδιώκει, όμως, συγκεκριμένα. Έτσι, αποκτά ένα άλλο περιβάλλον. Εγώ μεγάλωσα μέσα σε βιβλιοθήκες, ας πούμε. Μέσα σε πολλά βιβλία. Γύρω μου, όπου κι αν γύρναγα τα μάτια μου, ήταν βιβλία, πίνακες ζωγραφικής, δίσκοι, μουσικής. Ήταν ο Βαμβακάρης, ο Σοπέν, ο Μότσαρτ, δίπλα ο Τσιτσάνης... Δηλαδή, είχα την τύχη, ας πούμε, να μεγαλώσω μέσα στην τέχνη. Μετά, από πολύ μικρός, οι άνθρωποι που «μπαίναν» μέσα στο σπίτι μου ήταν ζωγράφοι, ποιητές κ.λπ. Σε έναν κόσμο όπου η αβάστακτη ελαφρότητα του ήταν καθημερινά παρούσα. Η δική μου φυλακή, που λέμε. Το δικό μου περιτύλιγμα. Ακόμα και από αυτό το περιτύλιγμα, θέλω να 'χω τη δυνατότητα να λύσω το σχοινάκι και να φύγω, να πάω στη μέση ενός όρμου, αρόδου. Όταν έριχνα την αγκυρούλα μου αρόδου και άραζα στην πλώρη, ήταν η καλύτερη στιγμή για μένα.

Στιγμιότυπο της παράστασης «Η Στρατιωτική Ζωή Εν Ελλάδι» το 2018.

Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο ηθοποιό και σε έναν νέο μεταγλωττιστή που ξεκινάει τώρα την καριέρα του;


Αρχικά, το σημαντικότερο από όλα, αυτό που έχω να συμβουλέψω και τον νέο ηθοποιό και τον νέο μεταγλωττιστή είναι να μην ακούει ποτέ καμία συμβουλή κανενός άλλου. Ο καθένας θα του λέει ό,τι του κατεβαίνει στο κεφάλι και ό,τι έχει συλλέξει αυτός από την ζωή του, που δεν είναι απαραίτητα σωστό. Δεύτερον, να προσέχει πάντα ποιος είναι αυτός που του δίνει την συμβουλή καταρχήν, και μετά τι του λέει. Να κοιτάξει δηλαδή, αν αυτός που τον συμβουλεύει έχει καταφέρει τίποτα ενδιαφέρον στη ζωή του. Αν έχει κάτι ενδιαφέρον, εντάξει, ας τον ακούσει. Αλλά, γενικώς, πάντοτε με τις συμβουλές των άλλων, δεν πολυμασάμε. Κρατάμε λίγο μικρό καλάθι. Ε, τώρα, να πούμε ότι για να είσαι ηθοποιός, πρέπει να είσαι κάπως μορφωμένος και καλλιεργημένος. Αλλιώς θα μπεις σε μια πρόβα, θα αρχίσει ο σκηνοθέτης να αναλύει την πολιτικο-οικονομική κατάσταση της εποχής στην οποία βρίσκονται οι ήρωες του έργου κι εσύ θα τον κοιτάς σαν μπούφος, να πούμε. Εντάξει, αυτό του το λένε και οι δάσκαλοι του από το πρώτο έτος της Δραματικής Σχολής. Ότι πρέπει να 'ρχεσαι στην πρόβα και να συμπεριφέρεσαι σαν άνθρωπος. Δεν μπορεί να κάνουν πρόβα κι εσύ να κοιτάς το κινητό σου. Εντάξει, πόσο βλάκας μπορεί να 'σαι. Θέλω να πω, αυτά είναι αυτονόητα πράγματα. Είναι αυτονόητα, τα οποία βέβαια καμιά φορά τα αντιμετωπίζουμε. Εντάξει... Δυστυχώς, στις δραματικές σχολές δεν υπάρχει μάθημα πρόβας. Και δυστυχώς για όλους, και για εμάς τους ανθρώπους της μεταγλώττισης και για τους ηθοποιούς, η δραματική σχολή σε μαθαίνει πώς να παίξεις τον Άμλετ, που δεν θα τον παίξεις ποτέ, αλλά δεν σου 'χει δυο ώρες τη βδομάδα μάθημα μεταγλώττισης, και δεν σου φτιάχνει στο τελευταίο έτος ένα DVD με τις δυνατότητες σου. Ώστε να έρθεις σε εμάς έτοιμος και να έχεις ένα ρεπερτόριο. Αλλά να είσαι έτοιμος, όχι να περιμένεις να σε δοκιμάσουμε εμείς. Καταρχάς, δεν υπάρχει χρόνος. Οι παραγωγοί μας δεν μας δίνουν χρόνο να εκπαιδεύουμε ηθοποιούς, πρέπει να έρθουν έτοιμοι. Στις δραματικές σχολές, λοιπόν, θα το πρότεινα, γιατί είναι ένας τρόπος οι Έλληνες και οι ελληνόφωνοι ηθοποιοί να έχουν κάποια δουλειά. Η μεταγλώττιση είναι ένας χώρος εργασιακός.

Στιγμιότυπο της παράστασης «Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη» από το θέατρο «Μεταξουργείο».

Υπάρχει κάτι που να ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό; Πού πρόκειται να σας δούμε ή να σας ακούσουμε στο άμεσο μέλλον; Νομίζω ότι είπατε πως ηχογραφείτε κάτι.


Δύο σεζόν πριν, είχα φέρει στο Θέατρο «Λύχνος» ένα ιστορικό κείμενο, το οποίο λέγεται «Η Στρατιωτική Ζωή Εν Ελλάδι - Χειρόγραφον Έλληνος Υπαξιωματικού». Ανωνύμου. Αυτό είναι το μοναδικό γραπτό ιστορικό ντοκουμέντο που έχουμε για τα ήθη και τα έθιμα στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Ο τύπος αυτός, αυτονομάζεται Ερρίκος Σκράδος, αλλά δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα. Είναι Φαναριώτης, έρχεται το 1856 στην Ελλάδα για να καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό, διότι θαυμάζει τη στρατιωτική ζωή και τον Ελληνικό Στρατό. Έρχεται εδώ 19 χρονών. Ο άνθρωπος είναι πολύγλωσσος και πολύ μορφωμένος. Μιλάει τέσσερις γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Τουρκικά, Ελληνικά. Φλέγεται από την επιθυμία να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό. Δεν τον αφήνουν στην αρχή, αλλά επειδή είναι πολύγλωσσος αρχίζει να κάνει μάθημα για να ζήσει στην Αθήνα με την μαθητιώσα νεολαία. «Ήρθα σε επαφή με μια άλλου είδους κοινωνία», λέει. «Με την μαθητιώσα νεολαία των Αθηνών» [...] «Η μαθητιώσα νεολαία ηρίθμη τότε περί τους 3.000 φοιτητάς. Εξ αυτών, την πρώτιν θέσιν εις την επιμέλειαν και την επιμόρφωσιν, είχον οι Ηπειρώται και την τελευταίαν οι Σμηρναίοι και οι Νησιώται»! Αυτό το κείμενο, λοιπόν, θα το ξαναπαίξουμε. Το είχαμε κάνει με δύο μουσικούς, όπου περνούσαν όλες οι μουσικές τις εποχής. Μέσα ο άνθρωπος κάνει ένα πολύ μεγάλο ταξίδι στην Ελλάδα, κατατάσσεται στο τέλος στον Στρατό, πηγαίνει στην Χαλκίδα, πηγαίνει στην Αταλάντη και μετά ανεβαίνει στα βουνά και πολεμάει τους ληστές. Ένα καταπληκτικό κείμενο. Μπορείτε να το βρείτε στα βιβλιοπωλεία, σας το προτείνω ανεπιφύλακτα. Είναι γραμμένο με ένα καταπληκτικό χιούμορ στην γλώσσα του, την Φαναριώτικη διάλεκτο. Απολύτως κατανοητή σ' εμάς και πάρα πολύ γοητευτική. Είχαμε μεγάλη επιτυχία πρόπερσι. Πιθανότατα θα το κάνουμε με live streaming στο ίντερνετ. Στο μεταξύ, ξεκινάω αύριο εγγραφές για την ταινία αυτή που λέμε. Δεν έχω περισσότερες πληροφορίες να δώσω, γιατί δεν επιτρέπεται λόγω συμβολαίου μέχρι να βγει η ταινία. Είναι κινουμένων σχεδίων. Είναι μια πολύ καλή δουλειά, σαν το «Ice Age». «Μίνιονς 2» λέγεται, νομίζω. Είμαι σε αυτού του είδους την διαδικασία τώρα.

 

 Δείτε ολόκληρη τη συνέντευξη σε δύο μέρη

Μέρος 1ο

Μέρος 2ο


Παρακολουθήστε ολόκληρη την συνέντευξη σε αυτό το λινκ: https://www.facebook.com/StonKanape/videos/310519670299728


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου