Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Φώτης Ραπακούσης: Τα ορφανοτροφεία και το τραυματικό γεγονός που τον έκανε συλλέκτη ιστορικών αντικειμένων

Φωτογραφία: Χρήστος Δήμτσιος | Πηγή: museumalipasha.gr

 Ο Φώτης Ραπακούσης είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό στα Ιωάννινα λόγω της συμβολής του στην διάδοση του πολιτισμού της Ηπείρου. Το πάθος του να συλλέγει ιστορικά αντικείμενα τον οδήγησε να ιδρύσει μουσεία ώστε να τα εκθέτει και να τα μοιράζεται με τον κόσμο.

Σήμερα είναι διευθυντής του Μουσείου Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου που στεγάζεται στο Νησί της λίμνης Παμβώτιδας. Υπάρχουν ωστόσο και πράγματα που ίσως πολλοί να μην γνώριζαν γι' αυτόν. Ο ίδιος πέρασε μια σκληρή παιδική ηλικία μεγαλώνοντας μεταφερόμενος από το ένα ορφανοτροφείο στο άλλο. Η «άγνωστη» και πολυτάραχη ιστορία του, καταγράφηκε στο βιβλίο «Πικρό Γάλα» του Μένιου Σακελλαρόπουλου. Ο Φώτης Ραπακούσης κάθεται «Στον Καναπέ», εξομολογείται και περιγράφει πώς μια τραυματική εμπειρία τον έκανε να γίνει συλλέκτης. Μιλάει για τα μουσεία, τον πολιτισμό, τα ορφανοτροφεία και άλλους σταθμούς της ζωής του που τον σημάδεψαν.

 

Κύριε Ραπακούση, γεια σας και ευχαριστούμε θερμά για την υποδοχή εδώ στο Νησί.


Να σας καλωσορίσω στο μουσείο και στο νησάκι μας, στο Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου των Ελλήνων. Είμαι πρόθυμος να απαντήσω σε κάθε ερώτηση που έχετε, για την ιστορικότητα του χώρου, την ιστορία του μουσείου. Είναι και μια ευκαιρία να μιλήσουμε, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, για τη σχέση Αλή Πασά με την Επανάσταση.

 

Ο Φώτης Ραπακούσης μιλάει για τον Αλή Πασά σε ξενάγηση στο μουσείο.


«Ξέρετε, τα όνειρα είναι δωρεάν και αφορολόγητα»

Είστε ένας άνθρωπος με δυναμική παρουσία στον πολιτισμό της περιοχής. Ποια ήταν τα πρώτα ερεθίσματα που λάβατε και αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την Ιστορία και τον πολιτισμό;


Αν και την έχω απαντήσει πολλές φορές αυτή την ερώτηση, αλλά είναι ωραία. Δεν έχω περγαμηνές μαθησιακές. Θα έλεγα ότι αυτή η ιστορία ξεκίνησε τραυματικά για μένα, καθώς είμαι ένα παιδί τεσσάρων ορφανοτροφείων. Τα παιδιά των ορφανοτροφείων πάντοτε έχουν παράπονο. Δεν λαμβάνουν γράμματα, δεν λαμβάνουν δέματα. Εγώ για να έχω την αίσθηση ότι μου έστειλαν γράμματα, ξεκίνησα να συλλέγω γραμματόσημα, φακέλους και κάποια νομισματάκια. Αυτό ήταν το ξεκίνημα μου ως συλλέκτης, από πολύ μικρή ηλικία. Όμως, αργότερα όταν ήμουν 17 ετών, βρήκα το πιστόλι του πατέρα μου. Ένας πατέρας τον οποίο δεν γνώρισα. Θα έλεγα ότι αυτό το πιστόλι μού άλλαξε τη ζωή. Αργότερα, στο σπίτι του παππού μου βρήκα μια σημαία Βαλκανικών πολέμων, ένα Μάλιγιερ και κάτι μαχαιράκια. Αυτά ήταν αρκετά για να πάρω την απόφαση να ασχοληθώ αρχικά με τον συλλεκτισμό, χωρίς να έχω κάτι σίγουρο στο μυαλό μου. Το ξεκίνησα βήμα-βήμα. Όταν συγκέντρωσα κάποια πράγματα και δημιούργησα μια αξιοπρεπή συλλογή, σκέφτηκα ότι αυτά δεν μου ανήκουν με την έννοια την ευρύτερη. Είναι κομμάτια της Ιστορίας. Επομένως, δεν θα μπορούσα να έχω ιδιοκτησιακή αντίληψη πάνω σε αυτά τα αντικείμενα. Έτσι, σκέφτηκα να τα μοιραστώ με όλον τον κόσμο. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Θα μπορούσε να γίνει με εκθέσεις περιοδικές και με δημοσιεύσεις. Το πρώτο ξεκίνημα μου ήταν να δημοσιεύω κομμάτια αυτής της συλλογής, στον τοπικό Τύπο και αλλού. Το δεύτερο βήμα μου ήταν να ξεκινήσω να κάνω περιοδικές εκθέσεις. Αυτές τις εκθέσεις τις συνεχίζω ακόμη και σήμερα. Ξέρετε, τα όνειρα είναι δωρεάν και αφορολόγητα. Όταν έκανα αυτές τις εκθέσεις σκέφτηκα «γιατί όχι κι ένα μουσείο;». Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση και να επισημάνω ότι το μουσείο μας, με αφορμή τα 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση, διοργανώνει εγκαίνια στις 3 Οκτωβρίου, που θα γίνουν από την Υπουργό Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη, για μια έκθεση που θα γίνει στο Κάστρο της Άρτας. Αυτό θα γίνει σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων της Άρτας. Εκεί οι αρχαιολόγοι έχουν δώσει όλο τους το είναι και οι πρώτες εικόνες που βλέπω καθ' όλη τη διάρκεια της εργασίας είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Νομίζω ότι αυτή η έκθεση θα αφήσει εποχή στην Ήπειρο. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η Άρτα είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ηπείρου.

 

Στο Νησάκι των Ιωαννίνων, έξω από το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου.

Σας εύχομαι κι εγώ ό,τι καλύτερο. Το πρώτο σας μουσείο το εγκαινίασε ο τότε ΠτΔ Κωστής Στεφανόπουλος. Αρχικά, πώς προέκυψε και δεύτερον, πώς αισθανθήκατε;

Πριν ιδρύσω το μουσείο, όταν έκανα επετειακές περιοδικές εκθέσεις, ήταν η εποχή που είχε εκλεγεί ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωστής Στεφανόπουλος. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και μου έκανε τα εγκαίνια στο δημαρχείο της πόλης μας. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, γυρίζει και με ρωτάει με τρόπο «προβοκατόρικο»: «Κύριε Ραπακούση, τι σκοπεύετε να κάνετε αυτή τη συλλογή;». Πίσω από αυτή την ερώτηση του κρυβόταν νόημα. Εγώ δεν δίστασα να του πω, παραβιάζοντας το πρωτόκολλο γιατί αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, «Κύριε Πρόεδρε, επειδή εσείς οι πολιτικοί το μόνο που μας έχετε αφήσει δωρεάν και αφορολόγητο είναι τα όνειρα, ονειρεύομαι αυτή η συλλογή να γίνει κτήμα των Γιαννιωτών και των επισκεπτών αυτής της πόλης. Δηλαδή, να ιδρύσω ένα μουσείο». Εντυπωσιάστηκε. Αρχικά, ο κόσμος φοβήθηκε ότι θα ξεσπάσει σκάνδαλο. «Σπάει» χαμόγελο και με νόημα μου είπε: «Αν ποτέ το καταφέρεις, θα είναι τιμή μου, είτε είμαι πρόεδρος είτε όχι, να έρθω να σ' το εγκαινιάσω». Επανεκλέχθηκε και ήρθε και μου εγκαινίασε το πρώτο μου μουσείο, «Τα Όπλα του Αγώνα: Συλλογή Φώτη Ραπακούση». Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί το ανώτατο αξίωμα και θα έλεγα ότι ένιωσα ικανοποίηση να έρθει ένας ΠτΔ από την Αθήνα και να με τιμήσει. Αυτό δεν είναι μικρό πράγμα. Βέβαια, τέτοιες παρόμοιες χαρές έλαβα πάρα πολλές αργότερα. Πριν δύο χρόνια ήρθε ο άλλος ΠτΔ Προκόπης Παυλόπουλος. Ο κ. Παυλόπουλος μού εγκαινίασε μια άλλη έκθεση στην Κόνιτσα, «Η Ήπειρος του Ασημιού». Από κει και ύστερα, έχω κάνει γύρω στις 80 εκθέσεις, ατομικές και συλλογικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είχα την τύχη και την ευκαιρία πολλοί πρωθυπουργοί να με τιμήσουν, δεν θυμάμαι δηλαδή ποιος δεν έχει έρθει. Ξέρετε, δεν μένω όμως σε αυτό. Πολλές φορές αυτά γίνονται και λίγο τοις τύποις, δεν το θεωρώ και πολύ ουσία. Σε τιμάει να έρθει ο πρωθυπουργός σε μια έκθεση σου, αλλά «ήλθον, είδον και απήλθον» δεν μένει και τίποτα στο τέλος. Έτσι λοιπόν, δεν εντυπωσιάζομαι από αυτό. Φυσικά και νιώθω μια ικανοποίηση, όπως θα νιώσω και στις 3 Οκτωβρίου που θα έρθει η Υπουργός Πολιτισμού να μου κάνει τα εγκαίνια της έκθεσης, αλλά εγώ προχωρώ και δεν μένω σε αυτά.


Έχετε αναφέρει στο παρελθόν ότι έχετε έντονη επιθυμία να «επαναπατρίζετε» ιστορικά αντικείμενα.

Είπατε μια πολύ μεγάλη κουβέντα. Ναι, εμένα με έχει συγκινήσει ο επαναπατρισμός των κειμηλίων. Καλλιεργήθηκε με τον καιρό. Μου προέκυψε από κάτι που διάβασα σε νεαρή ηλικία, όταν ήμουν 20-22 χρονών. Θέλω να αναφέρω κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ο πολύς κόσμος δεν το γνωρίζει. Ο Λόρδος Βύρων δεν ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1824 στο Μεσολόγγι. Ο Βύρων ήρθε το 1809 στην περιοχή μας, ως απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Ως γόνος πλούσιας οικογένειας, είθισται εκείνη την περίοδο οι απόφοιτοι να κάνουν ένα είδος μεταπτυχιακού. Έτσι, πήρε τον συμφοιτητή του τον Χοτ Μπάους και ήρθαν στην περιοχή μας να γνωρίσουν τον Αλή Πασά. Γνωρίζουμε όλη τη διαδρομή. Όταν ήρθαν, λοιπόν, στα Γιάννενα για να γνωρίσουν τον Αλή Πασά, μία από τις μέρες που έκαναν βόλτες στην πόλη μας για να την γνωρίσουν, ο Χοτ Μπάουζ πήγε να γνωρίσει και τον μεγάλο δάσκαλο τον Θανάση τον Ψαλίδα. Ο Ψαλίδας ήταν τότε διευθυντής της Καπλανείου Σχολής, 1801-1819. Σε κάποια στιγμή, βγάζει από την τσέπη του μια χούφτα από αρχαία ελληνικά νομίσματα, τα οποία τα είχε αγοράσει από κάποιους χωρικούς. Και του λέει γεμάτος με καμάρι «Κοίταξε εδώ τι αγόρασα». Ο Αθανάσιος Ψαλίδας θύμωσε. Δεν μπορούσε όμως να του μιλήσει άσχημα γιατί ήταν φιλοξενούμενος του Αλή Πασά, με ό,τι αυτό σήμαινε. Όμως, τού απάντησε θυμωμένα και με νόημα: «Φυλάξτε τα καλά, θα έρθει η ώρα που η πατρίδα θα τα ζητήσει πίσω». Εμένα αυτό με συνεπήρε. Με συνάρπασε. Κι έτσι, με τις πολύ μικρές μου δυνάμεις, γιατί δεν είμαι πλούσιος, θα έλεγα ότι αφιερώθηκα στο να συλλέγω ιστορικά αντικείμενα.


Μιας και το αναφέρατε, πόσο δύσκολο είναι για κάποιον να συλλέξει όλα αυτά τα αντικείμενα;

Λέω με τις μικρές μου δυνάμεις γιατί εγώ είμαι φούρναρης, όχι πλούσιος. Αυτό ήταν το επάγγελμα μου, δεν έκανα κάτι άλλο. Είναι πολύ δύσκολο γιατί είναι ακριβά αυτά τα πράγματα. Όμως, αποφάσισα ότι το περίσσευμα του ιδρώτα μου δεν θα το κάνω βίλες, κότερα, καζίνο, μπαρ και μπουζούκια, αλλά να το διαθέσω μαζί με τη γυναίκα μου στη διάσωση και περισυλλογή ελληνικών κειμηλίων. Κυριότερα, επαναπατριζόμενων ελληνικών και ηπειρωτικών κειμηλίων. Αφιερώθηκα, έτσι έγινε αυτή η συλλογή.

Πηγή φωτογραφιών: museumalipasha.gr

 

Πόσα χρόνια σας έχει πάρει αυτό;

Τώρα είμαι 66 ετών, νομίζω ότι μου πήρε 48 χρόνια. Συνεχίζω ακόμα.

«Το μουσείο επιβίωσε από τα lockdown χάρη στον κόσμο. Το κράτος είναι μόνο για να πάρει από σένα, όχι να σου προσφέρει. Η πολιτεία δεν είναι εδώ»

Στο διάστημα των απανωτών lockdown πέρυσι, δυσκολεύτηκε οικονομικά το μουσείο;

Ναι, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν δυστυχώς, δεν θέλω να κλαφτώ τώρα. Δεν υπήρξε βοήθεια από πουθενά. Το βιώσαμε πάρα πολύ άσχημα. Όμως, αντέξαμε. Δεν έκανα καμία απόλυση, καμιά μείωση μισθού. Το μουσείο μας δυστυχώς, κάτω από έναν νόμο, δεν χρηματοδοτήθηκε. Άλλες επιχειρήσεις χρηματοδοτήθηκαν με απόφαση της κυβέρνησης, εμείς δεν πήραμε ούτε μια δραχμή. Αλλά τα κατάφερα, διατήρησα και το προσωπικό. Το μουσείο δεν κατάφερε ακόμα να ορθοποδήσει ούτε στο διάστημα του καλοκαιριού. Πήγαμε όμως, πάρα πολύ καλά, πήραμε μια ανάσα. Τα έξοδα τρέχουν όμως, πληρώνω ενοίκιο για τα κτήρια. Ο κόσμος με τιμάει με την επίσκεψη του και με αυτό διατηρείται το μουσείο όρθιο. Με τα εισιτήρια αυτά πληρώνουμε τα ενοίκια, τους υπαλλήλους με αξιοπρέπεια, και γενικά τα καταφέρνουμε καλά. Και ελπίζω έτσι να πάει και στο μέλλον. Όχι, η πολιτεία δεν είναι εδώ. Η πολιτεία υπάρχει μόνο για να πάρει και όχι να δώσει.


Η πολιτεία λοιπόν, δεν είναι εδώ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό που λέτε. Περάσατε μεγάλο μέρος της ζωής σας σε ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης. Οι σκληρές εμπειρίες που αποκομίσατε, καταγράφηκαν σε βιβλίο από τον Μένιο Σακελλαρόπουλο με τίτλο «Πικρό Γάλα». Πώς νιώσατε όταν πιάσατε στα χέρια σας για πρώτη φορά το βιβλίο με τη ζωή σας;

Κοιτάξτε, ήταν κάτι το οποίο δεν το επιδίωξα. Αυτό έγινε από μια ανάρτηση που είχα κάνει στο FaceBook. Ένα βράδυ του Οκτωβρίου του '17 είχα την ανάγκη να μοιραστώ με τους διαδικτυακούς μου φίλους μια μικρή ιστορία από το πρώτο ορφανοτροφείο που ήμουν, στον Ζηρό της Φιλιππιάδας. Η ιστορία ήταν η αναζήτηση του παιδικού μου φίλου από το ορφανοτροφείο. Έγραψα ένα κειμενάκι για το πώς τον έψαξα και ότι τελικά τον βρήκα τον φίλο μου μετά από 40 και παραπάνω χρόνια. Την ανάρτησή μου αυτή την είδε ο συγγραφέας εντελώς συμπτωματικά και εντυπωσιάστηκε. Το ήξερε το μουσείο, αλλά δεν γνωριζόμασταν. Είχε έρθει και είχε κάνει και αναρτήσεις για το μουσείο, μία εκ των οποίων μάλιστα είχε τίτλο «Ένα μουσείο το οποίο πρέπει να το δουν όλοι οι Έλληνες». Όταν είδε την ανάρτηση κατάλαβε ότι ήμουν εγώ ο υπεύθυνος του μουσείου. Επικοινώνησε μαζί μου, ήρθε δυο-τρεις φορές, έδωσα τις συνεντεύξεις, ανοίχτηκα και έγινε το βιβλίο. Δεν περίμενα ούτε εγώ την επιτυχία αυτή, για να 'μαι ειλικρινής.

Ο Φώτης Ραπακούσης και ο Μένιος Σακελλαρόπουλος. | Πηγή φωτογραφίας: FaceBook: Φώτης Ραπακούσης

«Όταν ήμουν στο ορφανοτροφείο είχα την αφέλεια να την κοπανήσω και να πάω στην αστυνομία να καταγγείλω την κακοποίηση. Έφαγα ένα χέρι ξύλο εκεί, κι άλλο ένα όταν γύρισα στο ορφανοτροφείο»

Από όσα διαβάζουμε στο βιβλίο καταλαβαίνουμε ότι έχετε βιώσει έντονο τρόμο. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε bullying πώς εκδηλωνόταν εκείνη την εποχή; Μπορούσατε να το ξεχωρίσετε μέσα σε όλη αυτή την τρομοκρατία της βίας;

 
Αν και δεν είναι πολύ ευχάριστο για εμένα να το συζητώ. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι τα παιδιά των ορφανοτροφείων είναι εντελώς απροστάτευτα. Ακόμα και σήμερα, το bullying που δέχεται ένα παιδί στο σχολείο, κάποια στιγμή θα πάει σπίτι του και θα μιλήσει στους γονείς του. Εμείς σε ποιον θα κάναμε παράπονα; Εγώ έγινα μάρτυρας στο θάνατο δύο παιδιών. Είχαν πνιγεί στη λίμνη (του Ζηρού) γιατί δεν υπήρχε κάποιος να τα προσέχει. Κι εγώ μια φορά πήγα να πνιγώ. Μάλιστα, είχα την αφέλεια κάποτε να την κοπανήσω και να πάω στην αστυνομία να καταγγείλω τη βία. Μετά κατάλαβα πόσο χαζό ήταν αυτό που έκανα, γιατί έφαγα ένα χέρι ξύλο στην αστυνομία, με έστειλαν ξανά στο ορφανοτροφείο και έφαγα άλλο ένα χέρι ξύλο. Υπήρχε και η χούντα τότε. Αλλά, ας το περάσουμε αυτό.

 

Ο Φώτης Ραπακούσης μαζί με τον παιδικό του φίλο από το ορφανοτροφείο που βρέθηκαν μετά από 40 περίπου χρόνια | Πηγή φωτογραφίας: FaceBook: Φώτης Ραπακούσης.

«Είχα θράσος και συχνά δεν είχα αίσθηση των κινδύνων. Δεν είχα να χάσω τίποτα, τα είχα χάσει όλα»

Έχετε αναφέρει ότι από μικρή ηλικία έχετε μάθει να αγωνίζεστε και να μην φοβάστε. Πώς διαχειριζόσασταν τότε την αποθάρρυνση; Πώς καταφέρατε να την υπερβείτε;

 
Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές δεν είχα αίσθηση των κινδύνων. Αυτό που με χαρακτήριζε είναι το ότι είχα θράσος, τολμούσα. Μπορώ να πω ότι αυτό και στα επαγγελματικά μου βήματα, δεν μου βγήκε λάθος σε κάτι. Θα μπορούσε να πάει στράφι και να μην είμαστε σήμερα εδώ. Ακόμα και τώρα που είμαι 66 χρονών, τολμάω. Και στον λόγο αλλά και στις πράξεις. Δεν έχω πρόβλημα. Αυτό εμένα μου βγήκε. Αν ήμουν πιο συγκρατημένος, πιο φοβισμένος, πιο άτολμος ίσως να μην είχα πετύχει αυτό που έγινε. Έπρεπε να παλέψω για να αποκτήσω αυτά τα εφόδια. Να 'μαι δυνατός, να μην φοβάμαι και, εν πάση περιπτώσει, να έχω και άγνοια κινδύνου γιατί δεν είχα να χάσω και τίποτα. Τα είχα χάσει όλα.

 «Είχα και περιπέτειες στο Στρατό. Πέρασα από στρατοδικείο και φυλακίστηκα στην Καβάλα»

Επομένως, δεν είχατε αναστολές τότε στο να εκφράσετε ότι υποφέρατε;

Όχι, δεν είχα καμία αναστολή και σας έφερα το παράδειγμα πριν με αυτό που είχα πει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είχα και περιπέτειες στον στρατό με στρατοδικεία και φυλακές, αλλά πέρασαν αυτά και δεν θέλω να τα θυμάμαι. Φυλακίστηκα στην Καβάλα.

 

Έχετε πει στο παρελθόν ότι είχατε σκληραγωγηθεί τόσο από όλα αυτά, που η στρατιωτική σας θητεία στην αρχή σας φάνηκε κάτι σαν «διακοπές» ή «κατασκήνωση».

 
Τι μου θύμησες τώρα! Ναι, το έχω πει αυτό, ε; Θυμάμαι στο στρατόπεδο της Καλαμάτας, όπου παρουσιαστήκαμε, όλα τα παιδιά έκλαιγαν. Κι εμένα μου ήταν τόσο οικείο το περιβάλλον που ήμουν χαρούμενος γιατί θα έτρωγα. Είχε φαγητό το μεσημέρι. Μας έδωσαν ρούχα και παπούτσια, που δεν είχα. «Α, ωραία είμαστε», είπα. Έβλεπα τα άλλα παιδιά που έκλαιγαν και δεν καταλάβαινα γιατί. Είχα ζήσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον από τότε που γεννήθηκα. Εκεί που είχα σκληρούς ομαδάρχες να μας διατάζουν και να μας βρίζουν, πλέον είχα λοχαγούς. Αυτό ήταν καθημερινότητα για μένα, δεν είδα καμιά διαφορά. Αργότερα βέβαια, κι εμένα η συμπεριφορά μου ήταν πολύ «τολμηρή», έκανα διάφορα πράγματα, για τα οποία είμαι υπερήφανος βέβαια, μην φανταστείτε. Ήταν «παράτολμα» θα έλεγα και δεν συνάδουν με τον καθωσπρεπισμό. Έχω συλληφθεί, καταδικάστηκα σε στρατοδικεία, με είχε συλλάβει και η χούντα λίγο νωρίτερα και είχα και πάλι ιστορίες. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται.

Πηγή φωτογραφίας: FaceBook: Φώτης Ραπακούσης.


Από ό,τι καταλαβαίνω, ήθελαν να σας τιμωρήσουν επειδή δεν μπαίνατε στα καλούπια που όριζαν αυτοί ως σωστά, όχι γιατί ήσασταν πράγματι παραβατικός;

Αυτό συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους ακόμα και σήμερα. Πάντοτε συμβαίνει αυτό. Αν κάποιος δεν μπορεί να μπει σε ένα «καλούπι», θα τιμωρηθεί κ.λπ. Παραβατικός δεν ήμουν, όχι. Ίσα-ίσα, και οικογένεια ήθελα να κάνω. Αλλά είχα τις απόψεις μου, είχα τη δράση μου την κοινωνική. Ξέρετε, αν απεχθάνομαι κάτι στη ζωή μου είναι αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι, τον ιδιώτη. Εμένα είναι βαθειά μου πεποίθηση ότι πρέπει να είμαστε πολίτες. Ήταν καταισχύνη στην Αρχαία Ελλάδα. Όταν έλεγαν κάποιον «ιδιώτη» ήταν η μεγαλύτερη βρισιά. Σήμαινε αυτό που λέμε σήμερα «φιλοτομαριστής», γιατί κοιτάς μόνο τον εαυτό σου και όχι το κοινωνικό σύνολο. Εγώ πάντοτε ήμουν, είμαι και ελπίζω να είμαι μέχρι το τέλος, ένας πολίτης σε αυτή τη χώρα. Πρακτικά, πολίτης σημαίνει ότι με ενδιαφέρουν τα πάντα. Το περιβάλλον, οι κοινωνικοί αγώνες, με ενδιαφέρει ο πλησίον μου, ο γείτονας μου, οι πρόσφυγες, οι δυστυχισμένοι. Με ενδιαφέρουν όλα αυτά. Κατά συνέπεια, με όλα αυτά κάποια στιγμή, θα βρεις και τον νόμο και την εξουσία τη σκληρή απέναντι σου.

«Τα τραύματα που έχουμε από τα ορφανοτροφεία δεν θα τα ξεπεράσουμε ποτέ. Άλλοι αυτοκτόνησαν. Μην τα εξιδανικεύουμε επειδή έδιναν φαγητό»

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος έχει αναφέρει κάτι πολύ ιδιαίτερο σε συνέντευξη του. Μίλησε για τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των παιδιών που έζησαν στα ορφανοτροφεία της βασίλισσας Φρειδερίκης. Κάποια παιδιά τόνισαν τη βία, τον αυταρχισμό και την κακοποίηση ενώ κάποια άλλα έλεγαν ότι «σώθηκαν οι ζωές τους», τους έδωσαν ρούχα και παπούτσια, έμαθαν τέχνες και γράμματα.

Κοιτάξτε, με έχει απασχολήσει πολύ αυτό το θέμα. Μάλιστα, μια γυναίκα χωριανή μου που μεγάλωσε και αυτή σε ορφανοτροφείο, έκανε μια ανάρτηση προχθές που έλεγε ότι «μια χαρά ήμασταν στα ορφανοτροφεία, τρώγαμε». Αυτή ήταν στην παιδόπολη «Αγία Ελένη». Τώρα, πώς να το ερμηνεύσεις αυτό; Ήταν καλά γιατί; Ήταν καλά, κατ' αυτήν, γιατί; Γιατί ήταν στους πέντε δρόμους, πεταμένη. Δεν είχε πού να κοιμηθεί το βράδυ. Τι πάει να πει «καλά»; Γιατί ήταν καλά ο στρατός την εποχή που πήγα εγώ, το '73 με '74; Επειδή έτρωγα; Αν ήμουν όμως, φαγωμένος; Αν δεν ήμουν νηστικός; Καταλαβαίνετε τι θέλω να σας πω; Δηλαδή, και αυτά τα παιδιά που λένε ότι ήταν όλα εντάξει στα ορφανοτροφεία, πιστεύω ότι η οπτική τους ματιά βασίζεται σε αυτό που λέμε «αναγκαίο κακό». Τα παιδιά αυτά προέρχονταν από κάτι πολύ χειρότερο, γι' αυτό τους φαίνονταν «καλά» στο ορφανοτροφείο. Μπορεί ο θετός πατέρας του να τον βασάνιζε. Εκεί βρήκε την ησυχία του. Αλλά, προς Θεού, μην τα εξιδανικεύουμε κιόλας. 36 χιλιάδες παιδικές ψυχές πέρασαν από αυτά τα ορφανοτροφεία. Τα τραύματα που έχουμε από εκεί δεν πρόκειται να τα ξεπεράσουμε ποτέ. Έμαθα πριν δύο χρόνια ότι μια κυρία 60 χρονών πήγε στο ορφανοτροφείο στα Χανιά, όπου είχε θητεύσει, και αυτοκτόνησε έξω στην πύλη. Εγώ δεν μπορώ να πάω στην Πρέβεζα, γιατί βλέπω τον δρόμο και με πιάνει το σφίξιμο στο στομάχι. Βλέπω τον δρόμο που οδηγεί στο ορφανοτροφείο και γυρίζω αλλού το βλέμμα μου. Δεν ξεπερνιούνται αυτά. Ξέρετε, αυτοί που έχουν διαφορετική άποψη, δεν είναι διαφορετική άποψη τελικά. Είτε ξεχνούν, είτε εξιδανικεύουν, ή το βλέπουν σαν ένα αναγκαίο κακό. Γιατί οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν εκτός ορφανοτροφείων μπορεί να ήταν ακόμα πιο άθλιες. Ή δεν αντιδρούσαν, ή δεν έδιναν σημασία. Δεν μπορώ εγώ να πάρω σοβαρά αυτές τις απόψεις. Τα παιδιά αυτά ήταν χωρίς γονείς, αυτό δεν είναι αρκετό να λέει κάποιος ότι δεν είναι καλά; Όταν δεν έχεις τους γονείς σου; Όταν είσαι μόνος σου; Όταν δεν σε προστατεύει κανένας; Πώς γίνεται να λες ότι είσαι καλά με αυτό; Τι είσαι καλά; Έχεις νιώσει το χάδι εκεί; Όχι μόνο χάδι δεν ένιωθες, αλλά ένιωθες άλλα πράγματα.

 «Δεν ήταν δάσκαλοι μας αυτοί, ήταν βασανιστές των ψυχών μας»

Κάποιοι, ακόμη και στις μέρες μας, δεν διστάζουν να υποστηρίξουν ότι η βία είναι ένα μέσο διαπαιδαγώγησης. Κάποιοι μάλιστα «τολμούν» να υποστηρίξουν ότι πρέπει να επιστρέψει στα σχολεία. Εγώ έχω ακούσει δασκάλα να λέει ότι αν μπορούσε, θα «τάραζε» τα παιδιά στο ξύλο. Πιστεύετε ότι προσφέρει αυτό κάτι σε οποιαδήποτε διαπαιδαγώγηση; Πώς θα το σχολιάζατε;

 
Τι να απαντήσω εγώ τώρα σε αυτή την ερώτηση; Θα ήθελα να την είχα μπροστά μου την κυρία αυτήν. Θα ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια και να την ρωτήσω αν έχει παιδιά και εγγόνια. Και αν θα ήθελε να το κάνουν αυτό στα παιδιά της και στα εγγόνια της. Δεν ήταν δάσκαλοι μας αυτοί, ήταν οι βασανιστές των ψυχών μας. Ας το προχωρήσουμε. Τι να απαντήσουμε σε αυτό;

«Δεν μπορώ να πω ότι η σημερινή βία είναι μεμονωμένες περιπτώσεις»

Στις μέρες μας η βία δεν είναι πλέον αποδεκτή, μπορεί όμως να υπάρξει αυταρχισμός. Πώς θα συγκρίνατε την εποχή εκείνη με την σημερινή όσον αφορά τον αυταρχισμό;

Κοιτάξτε, σίγουρα έχει βελτιωθεί η κοινωνία μας. Φυσικά και υπάρχει αυταρχισμός, υπάρχει και βία σήμερα σε όλες τις εκφάνσεις. Δεν μπορώ να πω ότι είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Ιδιαίτερα όταν θα έρθεις σε σύγκρουση με το κράτος, εκεί θα δεις τη βία του κράτους, που είναι ανελέητη. Σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας συμβαίνει αυτό, π.χ. στο εργοστάσιο θα σε απολύσουν, στη διαδήλωση θα σε τσακίσουν τα ΜΑΤ κ.λπ. Θα έλεγα ότι υπάρχει βία και μέσα στο σπίτι, ο πατέρας είναι από τη φύση του πιο αυταρχικός, γιατί έχει εξουσία. Ναι, έχουν αλλάξει τα πράγματα, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να βελτιώνονται κάθε μέρα. Η ζωή πρέπει να πηγαίνει μπροστά και, προς Θεού, να μην γυρίσουμε σε καμία περίπτωση πίσω. Αλλά, δυστυχώς, παρά τα όποια βήματα έγιναν, λόγω έλλειψης παιδείας αναβιώνει ο ρατσισμός, ο φασισμός, οι διακρίσεις με βάση το χρώμα, το θρήσκευμα, τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Αναβιώνουν όλα αυτά τα πράγματα. Αυτό είναι κάτι το τρομακτικό και δεν μπορώ να συμβιβαστώ.


Νιώθετε ότι έχετε πραγματοποιήσει μεγάλο μέρος των ονείρων σας;

 
Δυσκολεύομαι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση γιατί τα όνειρα δεν έχουν τελειωμό. Ένα κάτι που με καίει μέσα μου και ελπίζω να το καταφέρω είναι να ιδρύσω στην πόλη μου, τα αγαπημένα μου Γιάννενα, ένα μουσείο νεότερης εισηγμένης κεραμικής. Έχω μια μεγάλη συλλογή από όλα αυτά τα χρόνια, η οποία ψάχνει να βρει σπίτι. Έχω και από τη Λευκάδα! Θα ήθελα να προικίσω την πόλη μου με ένα μουσείο νεότερης κεραμικής τέχνης. Θα δούμε. Υπάρχει ένα κτήριο, είναι σε κακή κατάσταση, δεν έχει ακόμα αποκατασταθεί. Μου έχουν πει ότι μπορεί να ενταχθεί στο ΕΣΠΑ Πόλεως. Είναι ο Μεντρεσές, η Ιερατική Σχολή των μουσουλμάνων. Να γίνει αυτός ο χώρος, να παραχωρήσω τη συλλογή και να ιδρυθεί στην Ήπειρο το πρώτο μουσείο κεραμικής τέχνης. Ονειρεύομαι έτσι! Τα όνειρα είναι δωρεάν. Αλίμονο σε αυτούς που δεν ονειρεύονται.


Μιας και αναφέρατε την αγάπη σας για τα Ιωάννινα, κλείνοντας θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για την πόλη σας.

Τα Γιάννενα, η λίμνη, το κάστρο, οι άνθρωποι αυτής της πόλης, το νερό... Είναι η πατρίδα μου. Με ρώτησε ένας συνάδελφος σου δημοσιογράφος «Τι είναι για σένα ο τόπος σου;». Είναι οι μνήμες, είναι η πέτρα, είναι νερό. Πώς μπορεί να μην αγαπήσεις αυτό που εμείς είμαστε. Αυτό είμαστε, δεν είμαστε κάτι άλλο. Αν κάποιος δεν μπορεί να αγαπήσει αυτό που είμαστε, τότε το πρόβλημα το έχει αυτός, δεν το έχει η πόλη μας. Αγαπάω τα Γιάννενα μου, με τις ομορφιές, με τις ασχήμιες, με τις παραλείψεις... Αλλά, δεν μπορώ να τα αρνηθώ. Το σπίτι στο χωριό είναι μισογκρεμισμένο, είναι τσίγκο, βάζει και νερό, αλλά πηγαίνεις. Γιατί είναι το σπίτι σου. Είσαι εσύ. Τον Αύγουστο γέμισαν τα χωριά της Ηπείρου. Έμαθα και για την Εγκλουβή στη Λευκάδα ότι έγινε το αδιαχώρητο. Γιατί να γυρίσουν όλοι αυτοί. Είναι το σπίτι τους. Έτσι λοιπόν, με όσα προβλήματα να έχει η πόλη σου, τα Γιάννενα, είμαστε εμείς. Η αγάπη για αυτή την πόλη εξελίχθηκε με τον χρόνο και μεγάλωσε γνωρίζοντας την μέσα από την ιστορία. Δεν θα έλεγα μόνο την ιστορία που εγώ εδράζομαι, την ύστερη Οθωμανική περίοδο. Θα έλεγα την Βυζαντινή περίοδο, ακόμα και την αρχαία περίοδο της Ηπείρου. Όλο αυτό δεν μπορείς παρά να το αγαπήσεις. Δεν καταλαβαίνω γιατί να αγαπήσω τις Βρυξέλλες. Μου είναι ξένο. Έχω πάει εκεί και μου είναι ξένο. Δεν το αγαπώ, θα πάω ως τουρίστας. Εγώ αγαπώ αυτό το πράγμα. Αγαπώ τον πλάτανο, αγαπώ τα βράχια, αγαπώ τους ανθρώπους, αγαπώ αυτό.

 

Παρακολουθήστε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ:


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου