Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

Δημήτρης Βερύκιος: «Η παιδική μας ηλικία είναι η πραγματική πατρίδα μας. Με συνοδεύουν πολλές εικόνες από την Λευκάδα»



Ο Δημήτρης Βερύκιος είναι Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, που πολλές φορές έχει δώσει την εντύπωση ότι «ζει» τους ρόλους που υποδύεται.
Σπούδασε Υποκριτική στη δραματική σχολή Ευγενίας Χατζίκου και σκηνοθεσία στο Κινηματογραφικό και Τηλεοπτικό Κέντρο της Ρώμης (Centro Cinematografico e Televisivo di Roma).
Έχει πρωταγωνιστήσει και συμμετάσχει σε αρκετά επιτυχημένα σήριαλ της ελληνικής και της κυπριακής τηλεόρασης, όπως «Οι Στάβλοι της Εριέτας Ζαΐμη», «Μαρία η Άσχημη», «Καλημέρα Ζωή», «Η Λάμψη», «Ιστορίες απ’ την Απέναντι Όχθη» κ.ά., ενώ η πιο πρόσφατη τηλεοπτική του δουλειά ήταν το κυπριακό σήριαλ «Μοιραία Φεγγάρια».
Όσον αφορά το θέατρο, το ξεκίνησε μόλις ένα μήνα μετά την εισαγωγή του στην δραματική σχολή. Η πρόσφατη δουλειά του, ο θεατρικός μονόλογος «Το Όνειρο Ενός Γελοίου» του Φ. Ντοστογιέφσκι έχει μαγέψει τον κόσμο με αποτέλεσμα να συνεχίζεται για έκτη συνεχόμενη χρονιά.
Ο Δημήτρης Βερύκιος επισκέπτεται συχνά την Λευκάδα, το νησί που μεγάλωσε. Τον συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί του.



Τι σας ώθησε στην Υποκριτική; Με ποιον τρόπο σας μάγεψε το επάγγελμα του ηθοποιού;

Α, δεν ξέρω! Ξέρω, πάντως, ότι από πολύ μικρός είχα πάθει ακριβώς αυτό που είπατε, είχα μαγευτεί από αυτό το πράγμα. Κυρίως από τις πρώτες εικόνες της τηλεόρασης, αρχές της δεκαετίας του ΄70 που ήρθε στην Λευκάδα και εγώ πήγαινα Γυμνάσιο. Δεν ξέρω, ένιωθα μια μαγεία, πραγματικά, βλέποντας μεγάλους ηθοποιούς της εποχής εκείνης, τότε που η τηλεόραση έκανε σπουδαία πράγματα όπως λογοτεχνία, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Οι Πανθέοι» κ.λπ. Και μαγεύτηκα. Αλλά κατά βάση, δεν ξέρω. Ποτέ κανείς δεν ξέρει, νομίζω, γιατί και από πού ξεκίνησε αυτό το πράγμα. Προφανώς, φαντάζομαι, κάτι μέσα μου υπήρχε σαν μια ανάγκη να εκφραστώ και με το πρόσθετο, απλώς, ότι αυτό με πήγαινε προς την Υποκριτική, προς το θέατρο. Να πω απλώς με την ευκαιρία αυτή, ότι θυμούνται και οι παλιοί συμμαθητές μου εδώ στην Λευκάδα, και το λέμε ακόμα και γελάμε, ότι δεν έλεγα πως θα πάω για να γίνω ηθοποιός, έλεγα «είμαι ηθοποιός». Και μ' αυτήν την έννοια πιστεύω ότι δεν πήγα στην Αθήνα το 1981 για να γίνω ηθοποιός, το λέω τώρα δηλαδή. Μέσα μου ήμουν ηθοποιός. Και ίσως γι' αυτό κιόλας το ξεκίνημα μου στο θέατρο έγινε περίπου έναν μήνα μετά την άφιξη μου στην Αθήνα, κι ενώ μόλις είχα ξεκινήσει την σχολή.

Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος ρόλος για εσάς;

Ο πιο δύσκολος ρόλος... Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί όλοι οι ρόλοι είναι δύσκολοι, ειδικά συζητώντας για την ουσία των ρόλων. Μιλάμε για τους ρόλους στο θέατρο, εκεί τα πράγματα είναι πιο απαιτητικά. Απαιτούν, δηλαδή, μια άλλη κατάσταση, κατάθεση, τεχνική κ.λπ. Στην τηλεόραση είναι λίγο πιο εύκολα τα πράγματα. Παρόλο που συνηθίζω να αντιμετωπίζω όλους τους ρόλους με την ίδια σοβαρότητα και εντιμότητα, εν τούτοις ίσως ο πιο δύσκολος ρόλος να υπήρξε πράγματι, τώρα που το σκέφτομαι, ο ρόλος του Ζαν στην «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ. Μια παράσταση που έκανα το 1990 με '91 νομίζω, με την Μαρία Ξενουδάκη, που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία τότε. Ναι, αισθανόμουν κατά την διάρκεια της παράστασης ότι υπήρχαν στιγμές που μου διαφεύγει ο ρόλος, ή για να το πω καλύτερα, που να προσπαθώ να τον «δαμάσω». Κατά τα άλλα, όλοι οι ρόλοι είναι δύσκολοι, γιατί είχα την τύχη από την αρχή, στο θέατρο ειδικά, να παίξω μόνο πρώτους ρόλους και σημαντικούς σε σχεδόν όλα τα είδη του θεάτρου. Από το μιούζικαλ μέχρι την κωμωδία και το δράμα κ.λπ. Όλοι οι ρόλοι έχουν την δυσκολία τους. Να συμπληρώσω, όμως, ότι είμαι πια πεπεισμένος ότι ναι μεν χρειάζεται δουλειά και προσπάθεια, αλλά κυρίως χρειάζεται ένα βαθύτερο ένστικτο για να βρει κανείς την καρδιά του ρόλου, το κλειδί. Όταν γίνει αυτό, νομίζω τα πράγματα απλουστεύονται. Με τον ίδιο τρόπο που μπαίνει κανείς στο σπίτι του όταν έχει το κλειδί. Αν δεν το έχει, μπορεί να μπει αλλά θα δυσκολευτεί πολύ. Αν το έχει, όμως, τα πράγματα είναι φυσικά και απλά.

Στην πλατεία Άγγελου Σικελιανού στην Λευκάδα

Ποιες ήταν οι πιο δύσκολες καταστάσεις που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε κατά την διάρκεια της καριέρας σας;

Ε, υπήρξαν πολύ δύσκολες καταστάσεις. Η βασικότερη δυσκολία ήταν να μπορέσω, ειδικά τα πρώτα χρόνια, να διατηρήσω την ποιότητα μου κι αυτό που ήθελα εγώ σαν ηθοποιός και σαν καλλιτέχνης, παράλληλα με το να έχω δουλειά. Γιατί, δυστυχώς, στην Ελλάδα μπαίνει αυτό το δίλημμα, και οι περισσότεροι υποκύπτουν. Δηλαδή, για να έχεις δουλειά πρέπει να κάνει συμβιβασμούς. Νομίζω πως έκανα τους λιγότερους δυνατούς που μπορούσε να κάνει άνθρωπος. Πάντως, αυτό ήταν η βασικότερη δυσκολία. Ακόμα με δυσκολεύει, φυσικά, είναι προφανές. Και τώρα αυτή την εποχή που παίζω για έκτο χρόνο «Το Όνειρο Ενός Γελοίου» του Ντοστογιέφσκι, ξέρω ότι αυτό είναι ένα ζήτημα μεγάλο. Δυστυχώς, στην εποχή μας και σ’ έναν κόσμο υλικό όπως είναι ο σημερινός, και μη πνευματικό θα έλεγα, που κατά την γνώμη μου είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής, όχι μόνο δεν αμείβεται η προσπάθεια η ποιοτική των καλλιτεχνών, αλλά είναι πολλές φορές καταδικασμένη να αποτύχει στην μοναξιά και στην ερημιά. Ευτυχώς, εγώ δηλώνω ευγνώμων, που καταφέρνω και ζω, και αυτή είναι η μεγάλη μου φιλοδοξία γιατί αυτό είναι το σημαντικό για μένα, η ζωή. Και να ζω κάνοντας μόνο αυτό που αγαπάω. Και ευχαριστώ την ζωή που μου επέτρεψε να πραγματοποιήσω αυτό το όνειρο μου, να κάνω αυτό που αγαπάω κι απ’ αυτό να ζω. Γιατί αλλιώς, βλέπω πολλούς συναδέλφους, για παράδειγμα, που είναι ικανοί κατά τα άλλα και εξαιρετικοί, αλλά έχουν πέσει στην επανάληψη, έχουν πέσει σ’ έναν χώρο όπου κάνουν την δουλειά τους υποτασσόμενοι σε συστήματα, σε καθεστώτα και κλίκες κ.λπ., και εκεί χάνεται, νομίζω, το παιχνίδι όλο. Κυρίως και πρωτίστως γι’ αυτούς, και για την τέχνη. Ναι, αυτό είναι το σημαντικότερο, και γι’ αυτό παρά τις δυσκολίες αισθάνομαι ευτυχής σήμερα.
 
Στιγμιότυπο από την σειρά "Καλημέρα Ζωή"

«Ο Γιώργος Βασιλείου στο "Καλημέρα Ζωή", συχνά αντιδρούσε σαν να είμαι πράγματι κακοποιός. Του λέγαμε «Γιώργο, ρόλος είναι»

Από τους ρόλους σας στο «Καλημέρα Ζωή» έχετε χαρακτηριστεί ως πολύ φυσικός κακός. Πιστεύετε ότι υπάρχει αυτή η πλευρά του εαυτού σας;

Όχι, δεν αισθάνομαι καθόλου κακός. Είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Έτσι νιώθω εγώ, τουλάχιστον. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχω ακούσει και κατηγορία ποτέ ότι «είναι κακός άνθρωπος ο Δημήτρης ο Βερύκιος». Με τα λάθη μου, βέβαια, με τις αδεξιότητες μου. Με αυτόν τον χαρακτηρισμό που είπατε, «φυσικός κακός», θυμάμαι τώρα πόση εντύπωση είχε κάνει από τα πρώτα επεισόδια που έκανα στο «Καλημέρα Ζωή» τότε, αυτή η φυσικότητα του να είμαι κακός. Είχε κάνει εντύπωση ακόμη και σ’ εμένα. Με φώναξε ο Νίκος ο Φώσκολος, μού είχε εκτίμηση, και μού είπε ότι θα έγραφε μια ιστορία και με ήθελε πρωταγωνιστή. Για εκείνο το διάστημα, το «Καλημέρα Ζωή» είχε μια πτώση στο 20%, που είναι λίγο ποσοστό τηλεθέασης για το «Καλημέρα Ζωή». Με το ξεκίνημα της ιστορίας που ήμουν πρωταγωνιστής, από το 20% πήγε πάλι στο 50 και 60%. Όταν το ‘βλεπα τότε, επειδή αναρωτιόμουν γιατί έκανε τόση επιτυχία, πράγματι μερικές φορές δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Έλεγα «Μα, είμαι εγώ αυτός;». Πραγματικά, έπειθα ακόμα κι εμένα. Δεν ξέρω πώς συμβαίνει αυτό. Ο συγχωρεμένος ο φίλος μου ο Γιώργος Βασιλείου που έκανε τον Ταξίαρχο Θεοχάρη, που γνωριζόμασταν βέβαια από πριν, είχε πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο του σε σημείο να αισθάνεται ότι είναι ταξίαρχος, ίσως το λέω λίγο κατ’ υπερβολή. Θυμάμαι ότι μπροστά στην φυσικότητα μου αυτή, υπήρχαν στιγμές που ενοχλούταν. Μάλιστα, του έκαναν πλάκα οι υπόλοιποι συνάδελφοι, ο Δημήτρης ο Αρώνης, η Μίνα η Χειμώνα, ο Γιάννης ο Ευαγγελίδης. Αντιδρούσε σαν να ήμουν πράγματι ο κακοποιός αυτός. Φτάσαμε να του πούμε «Γιώργο, ρόλος είναι»! Δεν ξέρω πώς βγαίνει το κάθε τι στο φινάλε. Νομίζω πως, όπως σε κάθε τέχνη, όλα αυτά είναι μια σύνθετη διαδικασία, και μάλιστα θα έλεγα ότι ακουμπάει και αυτό που θα λέγαμε μυστήριο.

Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων των σκηνών βίας στο «Καλημέρα Ζωή», έχει τύχει να σας χτυπήσει ο Γιώργος Βασιλείου από ατύχημα;

Όχι, όχι, ο Γιώργος παρ’ όλ’ αυτά είχε εξαιρετική τεχνική. Γιατί είχε πολλές βίαιες σκηνές, με ξυλοδαρμούς, σωματική επαφή με βία κ.λπ. Με τον Γιώργο δεν μου έτυχε κάτι τέτοιο. Μου έχει τύχει, βέβαια, από άλλον συνάδελφο πολύ γνωστό που δεν είχε αυτή την τεχνική της σωματικής βίαιης επαφής. Είναι ένα πράγμα που πρέπει να το προσέξουμε οι ηθοποιοί, το λέω γιατί ίσως δεν του έχουμε δώσει μεγάλη σημασία. Δυστυχώς, και το λέω με μεγάλη αγάπη και σεβασμό σε όλους, στην Ελλάδα έχουμε δώσει μεγαλύτερη σημασία στο πώς τα λέει κάποιος παρά πώς τα ζει, πώς τα εκφράζει μέσα από την ύπαρξη του. Ο ρόλος δεν είναι πώς λέω τα λόγια μου, δεν είναι από το στόμα και έξω, αυτό είναι η κατάληξη. Έχουμε παραμελήσει το σημαντικότερο. Έχει συμβεί για παράδειγμα, σε δικό μου άνθρωπο γυναίκα ηθοποιό, να έχει υποστεί πολύ σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο που κράτησε μήνες ή χρόνια. Αυτά δεν είναι ωραία να γίνονται. Με τον Γιώργο στο «Καλημέρα Ζωή», πάντως, δεν είχαμε κάτι τέτοιο.

Κάποιος χρήστης στα social media έγραψε ότι είστε ένας ηθοποιός που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Γιώργο Βασιλείου στον ρόλο του Ταξίαρχου Θεοχάρη, όταν εκείνος είχε φύγει από την σειρά. Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να αναλάβετε τον ρόλο του Θεοχάρη;

Δεν το ήξερα αυτό, τώρα το ακούω. Εντάξει, ο Γιώργος έγραψε ιστορία με αυτό. Ήταν αυτό που λέμε εμβληματικός στον ρόλο αυτό. Εν τούτοις, ναι, φυσικά, πιστεύω στον εαυτό μου και θα μπορούσα να κάνω και τον Θεοχάρη και οποιονδήποτε άλλον ρόλο. Έχω κάνει πολύ πιο δύσκολα πράγματα, εν πάση περιπτώσει. Δηλαδή, για μένα αυτό μου έβγαινε απολύτως εύκολα και φυσικά, ελπίζω αυτό να μην σημαίνει ότι είμαι πράγματι κακός όπως λέγαμε και πριν!

Ποια είναι η εμπειρία σας από τον Νίκο Φώσκολο; Ήταν απαιτητικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος;

Ο Νίκος βέβαια ήταν απαιτητικός. Δεν θα μπορούσε να είχε τέτοια μεγάλη επιτυχία αν δεν ήταν απαιτητικός από τους συνεργάτες όλους, αλλά πρέπει να πω ότι ήταν και γενναιόδωρος με τους ηθοποιούς του, τους αγαπούσε. Μπορεί να ήταν σκληρός πολλές φορές, αλλά είναι πολύ σημαντικό ότι τους αγαπούσε. Και ήταν ένας άνθρωπος που αναδείκνυε το ταλέντο και την αξία του ηθοποιού, όπως και με την ίδια ευκολία άφηνε στην άκρη ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν ανταπεξέρχεται στις απαιτήσεις του ρόλου.
«Τα ιδιωτικά κανάλια εκμεταλλεύονται απολύτως τους ηθοποιούς. Αυτός είναι ένας λόγος που δεν συνεργάζομαι πλέον μαζί τους»
Η «Λάμψη» και το «Καλημέρα Ζωή» προβλήθηκαν και στο εξωτερικό. Κάποιοι συμπρωταγωνιστές σας διαμαρτυρήθηκαν, καθώς δεν δικαιούνταν ποσοστό από την πώληση των δικαιωμάτων. Εσείς είστε πλήρως ικανοποιημένος από αυτό;

Όχι, όχι βέβαια. Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα το οποίο μάλλον μπήκε πια στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και της λήθης. Αυτό δεν αφορά μόνο το «Καλημέρα Ζωή», αλλά και άλλα σήριαλ που τα κανάλια απολύτως παρανόμως έχουν πουλήσει στο εξωτερικό και δεν έχουν πάρει τα συγγενικά δικαιώματα, όπως λέγονται, που αφορούν τους συντελεστές. Με το «Καλημέρα Ζωή» έχουν γίνει πολλές δίκες, αλλά παρόλο που δικαιωνόμασταν, και μιλάμε για πολύ μεγάλα ποσά, δεν καταφέραμε ποτέ να εισπράξουμε ούτε ένα ευρώ. Ένας από τους λόγους που σταμάτησα να συνεργάζομαι με τα ιδιωτικά κανάλια είναι αυτός. Νομίζω ότι καθ’ υπέρβαση κάθε ορίου εντιμότητας και επαγγελματισμού, εκμεταλλεύονται απολύτως τους ηθοποιούς τους. Εγώ, λοιπόν, δεν θέλω, όπως δεν ήθελα ποτέ, να γίνομαι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Και ένας από τους λόγους που δεν συμμετέχω πια σε σειρές και εκπομπές των ιδιωτικών καναλιών είναι και αυτός. Υπήρξε πολύ μεγάλη οικονομική απάτη, ειδικά για το «Καλημέρα Ζωή» και τη «Λάμψη», γιατί πουλήθηκαν σε πάνω από 70 χώρες. Σκεφτείτε τώρα, πάνω από 70 χώρες με 3.000 επεισόδια η κάθε σειρά, το νούμερο είναι συγκλονιστικό, δεν χρειάζεται καν να το αναφέρω. Το δικαιούμασταν. Το κανάλι το εισέπραξε από τους φορείς που πούλησε τα δικαιώματα, και δεν απέδωσε τίποτα. Παρεμπιπτόντως, να πω ότι τα ιδιωτικά κανάλια είναι υποχρεωμένα, σύμφωνα με τον νόμο, από την ίδρυση τους το 1989, να δίνουν νομίζω το 2% το χρόνο από τον τζίρο τους για τον κινηματογράφο, στο κράτος. Μέχρι σήμερα, 30 χρόνια μετά, δεν έχουν δώσει ούτε ένα ευρώ. Δυστυχώς το επάγγελμα του ηθοποιού δεν προστατεύεται από τον νόμο.

Πώς θα σχολιάζατε τις σημερινές τηλεοπτικές παραγωγές; Είναι αρκετά εξελιγμένες από αυτές της εποχής του «Καλημέρα Ζωή» πιστεύετε; Σε τι υστερούν συγκριτικά με τις παλιές;

Ε, όχι. Η τηλεόραση είναι αυτό που λέμε το παράδειγμα που όσο περνάει ο χρόνος γίνεται και χειρότερη. Οι σημερινές παραγωγές δεν έχουν καμία σχέση όχι μόνο με το «Καλημέρα Ζωή», που είχε μια τεράστια επιτυχία. Ειδικά αυτή την εποχή της οικονομικής κρίσης τα τελευταία δέκα χρόνια, έχει παρουσιάσει τον χειρότερο εαυτό της. Εγώ χαίρομαι που δεν συμμετέχω σε κάποιο σήριαλ, γιατί υπάρχει πολύ φτήνια, ευτέλεια. Κι αυτό έχει να κάνει με όλα. Έχει να κάνει με την θεματολογία, έχει να κάνει με τις αμοιβές, για τις οποίες η κρίση είναι μόνο η πρόφαση, έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Έχουμε φτάσει σε μια εποχή που ούτε καν ο σκηνοθέτης δεν επιλέγει ηθοποιούς, που είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιος και υπεύθυνος να επιλέξει. Επιλέγουν τα κανάλια, έχουν φτιάξει τις κλίκες τους. Θυμάμαι μου είπαν κάποτε ότι δεν με παίζει το τάδε κανάλι γιατί δεν είμαι «παιδί» του. Εγώ είμαι παιδί του πατέρα μου, της μητέρας μου, των ποιητών και κανενός καναλιού. Κάνω την δουλειά μου και γι’ αυτήν πρέπει να αμειφθώ. Αισθάνομαι ότι έχω πάρει ένα συναινετικό διαζύγιο με τα κανάλια, ούτε με θέλουν ούτε τους θέλω.

Στιγμιότυπα της παράστασης "Το Όνειρο Ενός Γελοίου"

Έχετε ερμηνεύσει τον θεατρικό μονόλογο «Το Όνειρο Ενός Γελοίου». Η ερμηνεία σας έγινε αισθητή και κάποιοι είπαν, μάλιστα, ότι ο Φ. Ντοστογιέφσκι θα μπορούσε να σας διορίσει μόνιμο ερμηνευτή του στην Ελλάδα.

Ναι, έχει ειπωθεί κι αυτό. Αυτό το συνεχίζω. Πρόκειται να το επαναλάβω σε λίγε μέρες στην Αθήνα για λίγες παραστάσεις, γιατί το ζητάει πολύς κόσμος. Βρίσκομαι στον έκτο χρόνο. Την παράσταση αυτή την ξεκίνησα στις 9 Αυγούστου του 2014 εδώ στην Λευκάδα στο Ανοιχτό Θέατρο. Μόλις τελείωσε η παράσταση, ένιωσα ότι αυτό το πράγμα θα πάει μακριά. Δεν φανταζόμουν, όμως, ούτε κι εγώ τότε ότι έξι χρόνια μετά θα έπαιζα τον ίδιο μονόλογο, ο κόσμος να το βλέπει, να το αξιολογεί κι έτσι να έχω και την οικονομική ανταπόδοση ώστε να ζω από έναν μονόλογο μέσα στην κρίση και μάλιστα του Ντοστογιέφσκι. Με αυτόν τον μονόλογο, που ασφαλώς είναι ένα κείμενο εξαιρετικής σημασίας και μεγαλοφυές που μιλά κατ’ ευθείαν στην καρδιά του κόσμου, φαίνεται ότι όταν κάποιος πιστέψει κι αγαπήσει κάτι και έχει ταυτόχρονα και την επαγγελματική υπόσταση και την υποδομή για να το παρουσιάσει με τον καλύτερο τρόπο, ούτε η κρίση μπορεί να πιάσει κανέναν ούτε τίποτα. Επίσης, αποδεικνύει αυτό, όχι γιατί το κάνω εγώ, θέλω να πω αυτή η πορεία της παράστασης, που είμαι μόνος μου καθώς είναι μονόλογος, ότι είναι ψέματα πως ο κόσμος θέλει μόνο το εύπεπτο και το φτηνιάρικο κ.λπ. Βεβαίως, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου θέλει αυτό. Αλλά υπάρχει και πολύς κόσμος που θέλει και αυτό το πράγμα, και σε κάθε περίπτωση, ευθύνη δεν έχει ο κόσμος αλλά εμείς οι καλλιτέχνες που αντί να μπούμε μπροστά και να «καθοδηγήσουμε» το κοινό, κάνοντας πράγματα που θα έπρεπε, που θα αντανακλούσαν την πραγματική ουσία της τέχνης μας, λέμε «Τι θέλει ο κόσμος; Μια κωμωδία. Ας του κάνουμε». Το θέμα δεν είναι η κωμωδία, αλλά το ότι το κάνεις για το χρήμα, κι έτσι εκμαυλίζεις τον κόσμο, κι έτσι υποτιμάς, προσβάλεις και περιφρονείς την τέχνη σου, αλλά και τον εαυτό σου τον ίδιο. Εγώ, λοιπόν, εδώ και πολλά χρόνια, όπως και παλιότερα είχα κάνει και τον Άγγελο Σικελιανό σε μεγάλες παραστάσεις, σε φεστιβάλ και μουσικοποιητικές παραστάσεις που κάνω, έχω πια τραβήξει τον δρόμο μου, θα έλεγα, όπου κάνω μόνο αυτό που αγαπάω, γιατί «Το Όνειρο Ενός Γελοίου» μού φανέρωσε αυτό. Ότι τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα όταν πραγματικά μπεις στην καρδιά τους και τα αγαπήσεις.

Μεγαλώσατε, λοιπόν, στην Λευκάδα. Ποιες εικόνες από αυτήν σας συνοδεύουν στην μετέπειτα ζωή σας εκτός αυτής;

Είναι αμέτρητες. Η παιδική μας ηλικία είναι η πραγματική πατρίδα μας. Τώρα σκέφτομαι, κοιτώντας απέναντι από το μέρος που βρισκόμαστε, και βλέποντας το άγαλμα του Άγγελου Σικελιανού και του Βαλαωρίτη, να μια εικόνα. Εδώ ερχόμασταν παιδάκια και παίζαμε μ’ ένα συμπαγές τόπι μέχρι που νύχτωνε. Οι δάσκαλοι μου και οι καθηγητές μου, σπουδαίοι. Δεν θέλω να ονοματίσω  έναν-έναν. Πραγματικά, ήταν άλλη εποχή. Ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν όχι μόνο τους μαθητές τους, αλλά το ίδιο το αντικείμενο. Είχαν συναίσθηση, συνείδηση τι σημαίνει να είσαι καθηγητής. Όλα αυτά μαζί με μια αίσθηση συντροφικότητας και αγάπης που είχαν εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι μεταξύ τους. Είναι πράγματα που με ακολουθούν και που θα με ακολουθούν πάντα. Έτσι κι αλλιώς, αισθάνομαι ότι δεν έφυγα ποτέ από την Λευκάδα. Μέσα μου, δηλαδή. Παρόλο που έχω φύγει από το 1980. Είναι πια 40 χρόνια! Δεν αισθάνομαι ότι έρχομαι τουρισμό εδώ, βόλτα. Αγαπώ την Λευκάδα όπως αγαπάει κανείς την ρίζα του, την μνήμη του, την αλήθεια του την ίδια.

Για την ερχόμενη χρονιά, ποια είναι τα επαγγελματικά σας σχέδια; Τι δικό σας θα δούμε το 2020;

Μέσα στον Γενάρη, λοιπόν, σε λίγες μέρες δηλαδή, θα επαναλάβω, όπως είπα και πριν για λίγες παραστάσεις σε θέατρο στην Αθήνα, στον πολυχώρο Εκστάν στα Πατήσια από, νομίζω 15 ή 19 Ιανουαρίου, το «Όνειρο Ενός Γελοίου». Ταυτόχρονα, όμως, θα ξεκινήσω να παρουσιάζω ένα άλλο έργο του Ντοστογιέφσκι, μονόλογος και αυτό. «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής» λέγεται, είναι ένα κεφάλαιο από τους «Αδελφούς Καραμαζώφ», το οποίο ήδη ανέβασα το περασμένο καλοκαίρι στην Λευκάδα, στους Καρυώτες, μάλιστα, εκεί επάνω. Και πάλι η αίσθηση που αποκόμισα εκείνο το βράδυ είναι ότι πρέπει αυτό να το συνεχίσω, πέρα από τα συγχαρητήρια των ανθρώπων έχω ένα προσωπικό κριτήριο που μέσα μου με ειδοποιεί αν κάτι θα προχωρήσει ή όχι. Νομίζω ότι μπαίνω σ’ ένα νέο ταξίδι, που όπως με το «Όνειρο Ενός Γελοίου», θα πάει πολύ μακριά. Ταυτόχρονα, άλλη μέρα, στον ίδιο χώρο, στο Εκστάν, μέσα στον Ιανουάριο ξεκινάω παραστάσεις με τον «Μέγα Ιεροεξεταστή» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

Και για τέλος, θα ήθελα να ευχηθώ, μιας και είμαστε μια μέρα μετά την Πρωτοχρονιά, υγεία σε όλους αρχικά. Αλλά, για να μην μείνω στα τετριμμένα, θα ήθελα να πω κάτι που με απασχολεί πάντα. Ας προσπαθήσουμε να αναλάβουμε την προσωπική μας ευθύνη κι όχι να την επιρρίπτουμε  διαρκώς έξω από εμάς, γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι το κλειδί. Είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Αλμπέρ Καμύ ότι ελευθερία σημαίνει να παίρνεις τις ευθύνες σου. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να μην λέμε πάντα ότι μας φταίει κάτι έξω από εμάς, γιατί τότε απλά δεν θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τίποτα στην ζωή μας, γιατί δεν ελέγχουμε το γύρω μας, ελέγχουμε τους εαυτούς μας. Ας γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε στον κόσμο. Μ’ αυτή την ευχή, να δω δηλαδή περισσότερους ανθρώπους να παίρνουν την ευθύνη πάνω τους και να αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από την αγάπη τους για τον άλλον θα ήθελα να κλείσω. Καλή Χρονιά.


Λευκάδα, 02/01/2020

Δείτε ολόκληρο το βίντεο της συνέντευξης εδώ

2 σχόλια: